 Κωνσταντινούπολις: «Πόλις περίφηµος και επισηµοτάτη εν τη ιστορία του κόσµου. Κείται επί της Θράκης κατά την 41ην µοίραν, Ο και 16΄΄ βορείου πλάτους και κατά την 28ην µοίραν 58΄΄ και 14΄΄ ανατολικού µήκους. Είναι εκτισµένη επί της θέσεως του αρχαίου Βυζαντίου. Διετέλεσε πρωτεύουσα του Ρωµαϊκού κράτους από κτήσεώς της (330 µ.Χ.) µέχρι της από των υιών του Θεοδοσίου χωρισµού του κράτους. Κατόπιν, της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (από του 1204-1261 πρωτεύουσα της εφηµέρου Λατινικής Αυτοκρατορίας) µέχρι της αλώσεως υπό των Τούρκων (1453) και της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας µέχρι της εις ’γκυραν µεταθέσεως (1923) της έδρας της τουρκικής κυβερνήσεως». Η Κωνσταντινούπολη, είναι η Πόλη των πόλεων, η Βασιλεύουσα, η Αγία Σοφία, ο Βόσπορος, το Πατριαρχείο, ο χρυσοκέντητος δικέφαλος αητός στα πορφυρά σαντάλια του τελευταίου Αυτοκράτορα.
Χρονιές-σταθμοί της Κωνσταντινούπολης
667 π.Χ. Ο Βύζαντας, µε Μεγαρείς και Αθηναίους, ιδρύει τον οικισµό του Βυζαντίου.
340 π.Χ. Ο Φίλιππος ο Β΄ της Μακεδονίας εκστρατεύει εναντίον του Βυζαντίου, αλλά αποτυγχάνει να καταλάβει την πόλη.
6 π.Χ. Ο Ποµπήιος εντάσσει το Βυζάντιο στη Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία.
195: Ο Σεπτίµιος Σεβήρος καταστρέφει την πόλη, αλλά την ξαναχτίζει και θεµελιώνει τον Ιππόδροµο.
324: Ο Κωνσταντίνος γίνεται αυτοκράτορας της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας και ανακηρύσσει το Βυζάντιο, νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, µε την ονοµασία Νέα Ρώµη, αλλά η πόλη γίνεται ευρύτερα γνωστή ως Κωνσταντινούπολη.
412: Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β’ ξεκινά την κατασκευή του τειχών, που έµειναν γνωστά ως θεοδοσιανά τείχη.
532: Η Στάση του Νίκα καταπνίγεται στο αίµα από τους µισθοφόρους, µετά από εντολή του Ιουστινιανού και µέσα στον Ιππόδροµο σφαγιάζονται κοντά στα 30.000 άτοµα.
532: Ο Ιουστινιανός θεµελιώνει την Αγιά Σοφιά και το 537 µ. Χ. γίνονται τα επίσηµα εγκαίνιά της. Κατά την παράδοση, ο Ιουστινιανός προχώρησε µέχρι τον ιερό άµβωνα και αναφώνησε «Νενίκηκά σε Σολοµών». Στον ίδιο οφείλεται η ανέγερση της Αγίας Ειρήνης και τµηµάτων του Μεγάλου Παλατιού.
674: Ξεκινά η πενταετής πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Σαρακηνούς.
1071: Ο αυτοκράτορας Ρωµανός Διογένης ατιµάζεται και καθαιρείται, καθώς ο βυζαντινός στρατός κατατροπώνεται από τους Σελτζούκους στη γνωστή Μάχη του Μαντζικέρτ.
1204: Ο στρατός της Δ’ Σταυροφορίας καταλαµβάνει την Κωνσταντινούπολη και ανεβάζουν στο θρόνο τον κόµη της Φλάνδρας Βαλδουίνο τον Α’, αντικαθιστώντας τον αυτοκράτορα Αλέξιο τον Δ’ τον οποίο είχαν βοηθήσει έξι µήνες νωρίτερα.
1261: Ο Μιχαήλ Η’ ο Παλαιολόγος, ανακαταλαµβάνει την Κωνσταντινούπολη από τους Βενετούς.
1350: Χτίζεται ο Πύργος του Γαλατά από τους Γενοβέζους που κατοικούν στην Κωνσταντινούπολη και χρησιµοποιείται ως παρατηρητήριο.
1422: Ο Μουράτ Β΄ ξεκινά την πρώτη οθωµανική πολιορκία της πόλης.
1444: Οι Ούγγροι ανταποκρίνονται στο κάλεσµα των βυζαντινών για βοήθεια
από την πολιορκία των Οθωµανών, αλλά εξοντώνονται (περίπου 25.000 στρατιώτες) στη Μάχη της Βάρνας, στη Μαύρη Θάλασσα.
1453: Ο Μωάµεθ ο Β’, µετά από πολιορκία 54 ηµερών καταλαµβάνει την Κωνσταντινούπολη, τερµατίζοντας έτσι την πολύχρονη ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
1455: Χτίζεται το κάστρο του Γεντίκουλε.
1470: Πάνω από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων χτίζεται το τέµενος Φατίχ.
1478: Ολοκληρώνεται το παλάτι του Τοπκαπί, η ανέγερση του οποίου ξεκίνησε το 1465. Μέχρι το 1856 θα είναι η επίσηµη κατοικία των σουλτάνων.
1616: Εγκαινιάζεται το Μπλε Τζαµί, µετά από 8 χρόνια εργασιών.
1729: Αρχίζει τη λειτουργία του στην Κωνσταντινούπολη το πρώτο οθωµανικό τυπογραφείο.
1843: Ξεκινά η ανέγερση του Ντολµαµπαχτσέ, που θα ολοκληρωθεί το 1856, όταν και θα εγκατασταθεί εδώ ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ Α’, εγκαταλείποντας έτσι το παλάτι του Τοπκαπί.
1845: Χτίζεται η πρώτη ξύλινη γέφυρα του Γαλατά στον Κεράτιο.
1875: Εγκαινιάζεται ο υπόγειος σιδηρόδροµος στο Γαλατά (και τρίτος στον κόσµο), που σήµερα είναι γνωστός ως Τουνέλ.
1888: Το θρυλικό Όριεντ Εξπρές κάνει την πρώτη του διαδροµή, µε αφετηρία το Παρίσι και τερµατισµό την Κωνσταντινούπολη.
1919: Γάλλοι και ’γγλοι καταλαµβάνουν την Κωνσταντινούπολη και µένουν στην πόλη ως το 1922.
1922: Καταργείται το σουλτανάτο και αναδεικνύεται η προσωπικότητα του Μουσταφά Κεµάλ Πασά, γνωστού ως Κεµάλ Ατατούρκ (Πατέρας των Τούρκων).
1923: Η Κωνσταντινούπολη παύει να είναι πρωτεύουσα της νέας Τουρκίας, µε την µεταφορά των κρατικών θεσµών στην ’γκυρα.
1928: Η Κωνσταντινούπολη µετονοµάζεται και επισήµως από το τουρκικό κράτος Istanbul (Ισταµπούλ).
1936: Η Αγιά Σοφιά µετατρέπεται σε µουσείο.
1938: Ο Κεµάλ Ατατούρκ πεθαίνει στο παλάτι του Ντολµαµπαχτσέ.
1973: Εγκαινιάζεται η κρεµαστή γέφυρα του Βοσπόρου που συνδέει την ευρωπαϊκή µε την ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης.
Φωτογραφίες: (Αριστερά) Τοπχανέ, 1925. (Δεξιά) Η γέφυρα του Γαλατά, 1935
Γνωρίζοντας την Πόλη

Για να γνωρίσεις µια πόλη, πρέπει να την περπατήσεις. Και για να συµβεί αυτό, πρέπει η ίδια η πόλη να σε προκαλέσει, είτε µε το ιστορικό παρελθόν και τους µύθους της, είτε µε τις σύγχρονες µυρωδιές και τα χρώµατα της. Η Κωνσταντινούπολη είναι από τις πόλεις που σε προκαλούν. Ξανά και ξανά. Κάθε φορά που βαδίζεις στα ατέλειωτα σοκάκια της, σου αποκαλύπτει και νέα µυστικά της, κάθε φορά που πιστεύεις ότι την έχεις χορτάσεις, συνειδητοποιείς ότι δεν έχεις γνωρίσεις τίποτα. Κι υπόσχεσαι στον εαυτό σου να ξαναγυρίσεις…
Η Κωνσταντινούπολη, εντυπωσιάζει τον επισκέπτη της µε την πρώτη µατιά. Δεν είναι µόνο τα βυζαντινά µνηµεία, τα οθωµανικά παλάτια, η σύγχρονη ζωή της και οι πολύβουες αγορές της, αλλά και το µέγεθός της –πληθυσµιακό και πολεοδοµικό: Η αύξηση του πληθυσµού της είναι… εκρηκτική, αν σκεφτεί κανείς ότι από τους 7.500.000 κατοίκους του 1993, έχει εκτοξευτεί σήµερα στους 17.000.000 κατοίκους. Η εσωτερική µετανάστευση κατοίκων από τις ανατολικές, φτωχές περιοχές της χώρας, που αναζητούν στην Πόλη καλύτερες συνθήκες ζωής κι εργασίας, είναι µαζική τα τελευταία χρόνια κι αυτό έχει ως επόµενο αποτέλεσµα την άναρχη δόµηση και την ραγδαία πολεοδοµική επέκταση στις γύρω περιοχές. Σύµφωνα µε στατιστικά στοιχεία, κάθε χρόνο ο πληθυσµός της αυξάνει κατά 5% και οι δρόµοι της κατά 1.000! Ενώ το πολεοδοµικό της συγκρότηµα απλώνεται σε µήκος 150 χλµ και πλάτος 50 χλµ (!).
Από τους σηµαντικότερους τουριστικούς προορισµούς σήµερα, η Κωνσταντινούπολη υποδέχεται κάθε χρόνο περισσότερους από 3.000.000 τουρίστες. Η πλειοψηφία τους κινείται στους ιστορικούς χώρους, αλλά όποιοι επιχειρήσουν να επισκεφτούν και τις γύρω περιοχές ή περιοχές της ασιατικής πλευράς, θα αποζηµιωθούν πλήρως –η φυσική οµορφιά του Βοσπόρου, του Κεράτιου, του Μαρµαρά και των Πριγκηποννήσων είναι µοναδική. Από την άλλη µεριά, θα ικανοποιηθούν από τις γεύσεις της τουρκικής και πολίτικης κουζίνας, την έντονη νυχτερινή ζωή, την ευγένεια των κατοίκων της και, φυσικά, τις αγορές. Η µετακίνηση στην πόλη µε τα µέσα µαζικής µεταφοράς είναι ικανοποιητική και δεν κοστίζει, ενώ η µορφολογία και η τοπογραφία της πόλης σε προκαλεί να περπατήσεις.
Φωτογραφία: Περιστροφικός χορός Δερβίση σε κέντρο της Κωνσταντινούπολης
Βαδίζοντας στην Πόλη
Κυρίως πόλη: Εκτείνεται από τη µεριά της δυτικής ακτής του Κεράτιου κόλπου και καταλαµβάνει την τριγωνική χερσόνησο που αποτελούσε την παλιά βυζαντινή Κωνσταντινούπολη. Η κυρίως πόλη είναι το πιο πυκνοκατοικηµένο διαµέρισµα της Ισταµπούλ µε ανατολίτικη συγκρότηση, πολεοδοµία κι αρχιτεκτονική. Είναι ακόµα η περιοχή όπου υψώνονται οι περίφηµοι εφτά λόφοι που έδωσαν στην Κωνσταντινούπολη την ονοµασία «Επτάλοφος». Περιοχή ανατολικά του Κεράτιου κόλπου: Είναι το λεγόµενο «ευρωπαϊκό» τµήµα της πόλης. Η ονοµασία οφείλεται στο γεγονός ότι η περιοχή αυτή αποτελούσε, από τα χρόνια του Βυζάντιου, τόπο κατοικίας και δραστηριότητας των ξένων εµπόρων, των διπλωµατών και των πλουσιότερων κατοίκων. Με την πάροδο του χρόνου εγκαταστάθηκε εκεί το ελληνικό στοιχείο της Κωνσταντινούπολης και δηµιουργήθηκαν αρκετές ελληνικές συνοικίες που άκµασαν µέχρι τα µέσα του 20ου αι. Ονοµαστότερες απ’ αυτές είναι το Πέραν (Μπεΐογλου) κι ο Γαλατάς. Το ευρωπαϊκό τµήµα της πόλης έχει σύγχρονη πολεοδοµική συγκρότηση, µεγάλους δρόµους και µοντέρνα κτίρια.
Προάστια: Είναι τα οικοδοµικά συγκροτήµατα που βρίσκονται στις δυο ακτές του Βοσπόρου και στις ακτές της θάλασσας του Μαρµαρά. Από την ασιατική πλευρά του Βοσπόρου σηµαντικότερα προάστια είναι το Σκουτάρι, η Χαλκηδόνα, το Κουσγιουντζούκ, το Γκιόλτεπε, το Φενέρµπαχτσε και το Μποσταντζί, ενώ από την ευρωπαϊκή πλευρά το Μπεσίκτας, το Κουρουτσεσµές, το Ταράπιες Μπουγιούκντερε, το Αρναούτκιοϊ, το Μπακίρκιοϊ (Μακροχώρι) και το Γεσίλκιοϊ (’γιος Στέφανος). Η δυτική και η ανατολική πλευρά της πόλης (που χωρίζονται από τον Κεράτιο κόλπο) συνδέονται µε δυο µεγάλες γέφυρες: την Καράκιοϊ (Γέφυρα του Γαλατά) και την Αζακαπού (Ατατούρκ). Το κύριο µέρος του λιµανιού βρίσκεται στο χώρο ανάµεσα στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου και της δεύτερης γέφυρας, ενώ στο βάθος του κόλπου υπάρχουν ναυπηγεία και βιοµηχανικά συγκροτήµατα.
Φωτογραφία: Πωλητής σαλεπιού με παραδοσιακή φορεσιά στην Αιγυπτιακή αγορά
Τα αξιοθέατα της Πόλης

Η Κωνσταντινούπολη είναι από τις λίγες πόλεις που µπορεί να µαγέψει τον επισκέπτη µε το ιστορικό παρελθόν και το σύγχρονο παρόν της. Σε µια πενθήµερη διαµονή του, έχει τη δυνατότητα, όχι µόνο να δει τα πιο σηµαντικά αξιοθέατα, αλλά και ν’ ανακαλύψει τους ήχους και τα χρώµατά της. Με µια γρήγορη µατιά, τα σηµαντικότερα µνηµεία και οι περιοχές που έχουν ενδιαφέρον για τον επισκέπτη είναι: Ο ναός της Αγίας Σοφίας, το ανακτορικό συγκρότηµα Τοπκαπί, τα ιστορικά τζαµιά της πόλης - Σουλτάν Αχµέτ (1609-1616) που ονοµάζεται και «Μπλε Τζαµί», Μπεγιαζίτ (1501-1506), Σουλεϊµανιέ (1550-1557) και Γενί Τζαµί (1597-1663)- η Βασιλική Δεξαµενή, το παλάτι του Ντολµαµπαχτσέ, η συνοικία του Φαναρίου -όπου και το Οικουµενικό Πατριαρχείο- η Σκεπαστή κι Αιγυπτιακή Αγορά, τα τείχη του Θεοδοσίου, το Αρχαιολογικό Μουσείο ή Μουσείο Αντικών, το Μουσείο Τουρκικής και Ισλαµικής Τέχνης, οι εκκλησίες της Αγίας Τριάδας, της Ζωοδόχου Πηγής Μπαλουκλή και της Παναγίας των Βλαχερνών, οι Μονές της Χώρας και του Παντοκράτορος, τα τείχη της Ρωµυλίας, τα Πριγκηπονήσια...
Η Αγιά Σοφιά
«Νενίκηκά σε Σολοµών»! Μ’ αυτά τα λόγια –σύµφωνα µε τους ιστορικούς και τους χρονικογράφους της εποχής- εξέφρασε τον θαυµασµό του ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, όταν αντίκρισε την Αγιά Σοφιά, την ηµέρα των θυρανοιξίων της στις 27 Δεκεµβρίου του 537, θέλοντας έτσι να δείξει ότι το ιερό αυτό σύµβολο της χριστιανοσύνης υπερέβαινε σε µεγαλοπρέπεια το Ναό του Σολοµώντα στα Ιεροσόλυµα.
Κανένα άλλο θρησκευτικό µνηµείο δεν ταυτίζεται µε την ορθόδοξη πίστη, το Βυζάντιο και την πόλη της Κωνσταντινούπολης, όσο ο ναός της Αγιάς Σοφιάς. Σύµφωνα µε τους ιστορικούς, η πρώτη εκκλησία, αφιερωµένη στην του Θεού Σοφία και στην ίδια τοποθεσία, χτίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο το 325 µ.Χ. Λίγα χρόνια αργότερα, ο γιος του Κώνστας µεγάλωσε το οικοδόµηµα (τα εγκαίνια έγιναν το 360 µ.Χ.), αλλά το 404 µ.Χ., ο λαός εξοργισµένος για την εξορία του Αγίου Ιεράρχου, Ιωάννου του Χρυσοστόµου, έκαψε το ναό. Τον ξανάκτισε (413/415 µ.Χ.) ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β’, αλλά πάλι κάηκε, αυτή την φορά από τους στασιαστές, κατά τη «Στάση του Νίκα» το 532 µ.Χ. Αυτό συνέβη επί Ιουστινιανού κι αυτός ήταν που αποφάσισε, την ίδια χρονιά, να χτίσει τον µεγαλοπρεπέστερο ναό για την εποχή του. Έτσι, απαλλοτρίωσε κι αποζηµίωσε όλα τα γύρω οικοδοµήµατα, ανέθεσε τα σχέδια και την κατασκευή του στον µαθηµατικό Ανθέµιο τον Τραλλιανό και τον αρχιτέκτονα Ισίδωρο το Μιλήσιο και συγκέντρωσε ό,τι πιο πολύτιµα και σπάνια υλικά βρήκε, απ’ όλη την -τότε γνωστή ως- οικουµένη: Πράσινα µάρµαρα από την Κάρυστο, ροδόχροα µε λευκές φλέβες από τη Φρυγία, ανοιχτόµαυρα µε γαλάζιες φλέβες από το Βόσπορο, κόκκινα µε λευκά στίγµατα από τη Θήβα της Αιγύπτου και µάρµαρα µε διάφορους άλλους χρωµατισµούς από διάφορες περιοχές.
Ο ναός κατασκευάστηκε µέσα σε 5 χρόνια και τα θυρανοίξιά της έγιναν στις 27 Δεκεµβρίου του 537, αλλά για την ολοκλήρωσή της –κατ’ άλλους ιστορικούς- απαιτήθηκαν άλλα 10 χρόνια (548 µ.Χ.). Στο προαύλιο του ναού υπήρχε και η κρήνη στην οποία αναγράφονταν η καρκινική φράση «ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ», (ξέπλυνε τις αµαρτίες σου, όχι µόνο το πρόσωπό σου).
Η Αγιά Σοφιά κατέχει περίοπτη θέση στην ιστορία της αρχιτεκτονικής, γιατί οι Ανθέµιος και Ισίδωρος ήταν οι πρώτοι που κατασκεύασαν ένα οικοδόµηµα 78,16 µέτρων µήκους και 71,82 πλάτους, µε τρούλο στηριγµένο σε τέσσερις πεσσούς. Αυτοί οι πεσσοί (κτιστοί τετράγωνοι στύλοι), που απέχουν µεταξύ τους 30 µ., στηρίζουν τα τέσσερα µεγάλα τόξα πάνω στα οποία εδράζεται ο τρούλος, µε διάµετρο 31 µέτρων. Ο τρούλος δίνει την εντύπωση ότι αιωρείται, εξαιτίας των παραθύρων που βρίσκονται γύρω στη βάση του. Το στυλ αυτό ονοµάστηκε «Βασιλική µετά Τρούλου» και ήταν µοναδικό. Αξίζει να σηµειωθεί ότι η Αγιά Σοφιά αποτέλεσε και το µεγαλύτερο οικοδόµηµα της εποχής και µετά από 1.000 χρόνια άρχισε σταδιακά να χάνει τα πρωτεία (’γιος Πέτρος Ρώµης, ’γιος Παύλος Λονδίνου, καθεδρικός ναός Μιλάνου).
Δυστυχώς το 558 µ. Χ. και µετά από φοβερό σεισµό ο τολµηρότατος στη σύλληψη και κατασκευή, για την εποχή του, θόλος (τρούλος) κατέπεσε και συνέτριψε την αψίδα παρά τον ιερό άµβωνα, τον ίδιο τον άµβωνα, το κιβώριο και την Αγία Τράπεζα. Τότε ανέλαβε ο ανηψιός του Ισιδώρου, ο Ισίδωρος ο νεότερος, ισάξιος του θείου του και έκτισε τον νέο θόλο που υφίσταται µέχρι σήµερα. Στις 24 Δεκεµβρίου του 563 τελέστηκαν από τον Πατριάρχη Ευτύχιο τα δεύτερα εγκαίνια, παρουσία του Αυτοκράτορα και του λαού της Κωνσταντινούπολης.
Ο ναός αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουµενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και σηµαντικότερος ναός της Ορθόδοξης εκκλησίας. Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών και συγκεκριµένα κατά την περίοδο 1204-1261 ο ναός έγινε Ρωµαιοκαθολικός και µετά την ’λωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 µετατράπηκε σε µουσουλµανικό τέµενος. Στη διάρκεια της άλωσης από τους Φράγκους, η Αγία Σοφία υπέστη τεράστιες ζηµιές, ενώ στην περίοδο την Οθωµανικής Αυτοκρατορίας έγιναν στο ναό σηµαντικές καταστροφές στις τοιχογραφίες του ναού (ασβεστώθηκαν), αφού η απεικόνιση του ανθρώπινου σώµατος θεωρείται βλασφηµία για το Ισλάµ. Ο ναός µε την σπουδαία αρχιτεκτονική του αποτέλεσε πρότυπο για την κατασκευή και άλλων τεµενών όπως το Μπλε Τζαµί.
To 1930 o Μουσταφά Κεµάλ, στα πλαίσια του εκσυγχρονισµού της Τουρκίας µετέτρεψε το τέµενος σε µουσείο. Σήµερα ο ναός εξακολουθεί να είναι µουσείο, ενώ πραγµατοποιούνται εργασίες αποκατάστασης των ψηφιδωτών του.
Το Μπλε Τζαμί.jpg)
Το αντίπαλο δέος της Αγιάς Σοφιάς είναι το Μπλε Τζαµί ή Τζαµί του Σουλτάνου Αχµέτ (στα τούρκικα Sultanahmet Camii) και θεωρείται ως ένα από τα µεγαλύτερα αριστουργήµατα της ισλαµικής αρχιτεκτονικής παγκοσµίως.
Βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την Αγιά Σοφιά και τον αρχαίο Ιππόδροµο και χτίστηκε κατ’ εντολή του 20χρονου –τότε- σουλτάνου Αχµέτ του Α΄, µε στόχο να υποβαθµίσει την λαµπρότητα της Αγιάς και να είναι ορατό από τα πλοία που διέσχιζαν τον Μαρµαρά και το Βόσπορο. Χτίστηκε µεταξύ των ετών 1609 και 1616, από τον αρχιτέκτονα Σεντεφχάρ Μεχµέτ Αγά (µαθητή του µεγάλου Μιµάρ Σινάν), αλλά ο ίδιος ο σουλτάνος µόλις που πρόλαβε να δει το τέµενος του, αφού ένα χρόνο µετά την ολοκλήρωσή του πέθανε (µάλιστα ο τάφος του βρίσκεται στον χώρο του τζαµιού). Το οικοδόµηµα έχει διαστάσεις 53 επί 51 µέτρα, ενώ ο κεντρικός κύβος σκεπάζεται από ένα βαθµιδωτό σύστηµα θόλων και ηµίθολων, που κορυφώνεται στον κεντρικό θόλο, η διάµετρος του οποίου είναι 33 µέτρα, µε 43 µέτρα ύψος στο κεντρικό του σηµείο. Το συνολικό αποτέλεσµα χαρακτηρίζεται από τέλεια οπτική αρµονία και οδηγεί το µάτι στην κορυφή του θόλου. Το Μπλε Τζαµί είναι το µοναδικό στην Τουρκία που έχει έξι µιναρέδες. Όταν κατασκευάστηκαν ο Αχµέτ κατηγορήθηκε για αλαζονεία (καθώς εκείνη την εποχή τον ίδιο αριθµό µιναρέδων είχε και η Κάαµπα στη Μέκκα), αλλά το πρόβληµα ξεπεράστηκε όταν… πλήρωσε για να χτιστεί ένας έβδοµος µιναρές στο τζαµί της Μέκκας. Στο εσωτερικό του το τζαµί φιλοξενεί περισσότερα από 20.000 χειροποίητα κεραµικά πλακάκια, φτιαγµένα στο Ίζνικ (την βυζαντινή Νίκαια).
Το ανάκτορο του Τοπκαπί
Με θέα τον Βόσπορο και τη Μαύρη Θάλασσα και ορατό από τις περισσότερες περιοχές της Κωνσταντινούπολης, το ανάκτορο του Τοπκαπί χαρακτηρίζεται από την µεγαλοπρέπεια, την πολυτέλεια και τον όγκο του και, φυσικά, κρύβει πίσω του ιστορία χρόνων. Κυβερνητική έδρα της οθωµανικής αυτοκρατορίας για 400 χρόνια περίπου, αλλά και κατοικία των ίδιων των σουλτάνων, το παλάτι άρχισε να χτίζεται το 1459 από τον Μωάµεθ τον Β΄ για να επεκταθεί τα επόµενα χρόνια από τους διαδόχους του, ανάλογα µε τις ανάγκες του καθένα. Ωστόσο, εκείνος που έδωσε την µεγαλοπρέπεια στο ανακτορικό συγκρότηµα που σήµερα θαυµάζουµε, ήταν ο Σουλεϊµάν ο Μεγαλοπρεπής, που στη δεκαετία του 1530-1560 έχτισε τα σηµαντικότερα περίπτερα και κτήρια. Σήµερα, το Τοπκαπί καταλαµβάνει έκταση 700.000 τ.µ. (διπλάσια του Βατικανού και µισής του Μονακό) και περιβάλλεται από τείχη µήκους 5 χλµ, ενώ «στολίζεται» από 28 πύργους, 3 πύλες στα τείχη της θαλάσσης και 4 πύλες στα τείχη της ξηράς.
Στους χώρους του κατοικούσαν περίπου είκοσι πέντε χιλιάδες άτοµα και οι τρεις αυλές του χώριζαν το συγκρότηµα σε τρεις περιοχές. Η πρώτη, ανοιχτή στο κοινό για τις ακροάσεις, κατέληγε στην Πύλη του Χαιρετισµού. Η δεύτερη ανήκε
στο Ντιβάνι, δηλαδή στο κυβερνητικό συµβούλιο. Στην τρίτη περιοχή, αυστηρά προσωπική, βρισκόταν το χαρέµι, αποτελούµενο από τριακόσιες γυναίκες ειδικά εκπαιδευµένες να υπηρετούν το σουλτάνο.
Στα πρώτα χρόνια το κύριο όνοµα του ανακτόρου ήταν «Σαρ Τζεντιντέ- ι Αµιρέ» (Νέο Κρατικό Παλάτι), αλλά από τον 18ο αιώνα, επί σουλτάνου Αχµέτ του Γ΄, πήρε την σηµερινή του ονοµασία «Τοπκαπί» (Πύλη του Κανονιού), λόγω των δύο κανονιών που βρισκόταν και τις δύο πλευρές της πύλης.
Ο τελευταίος σουλτάνος που έζησε στο Τοπκαπί ήταν ο Αβδούλ Μετζίτ ο Α΄, ο οποίος το 1853 εγκαταστάθηκε στο Παλάτι του Ντολµαµπαχτσέ. Ως µουσείο το Τοπκαπί λειτουργεί από το 1924 και διαθέτει µια ανεκτίµητη συλλογή θησαυρών που συγκέντρωσαν στα 470 χρόνια της κυριαρχίας τους οι σουλτάνοι (από δώρα ξένων αρχηγών και διπλωµατών, µέχρι λάφυρα από στρατιωτικές εκστρατείες). Επισκεφτείτε την αίθουσα του θησαυροφυλακίου (εδώ θα δείτε χιλιάδες πολύτιµους και ηµιπολύτιµους λίθους, το στιλέτο Τοπκαπί -που ενέπνευσε τον Ζυλ Ντασσέν, για την οµότιτλη ταινία του µε πρωταγωνίστρια την Μελίνα Μερκούρη- το 86 καρατίων Διαµάντι του Κουταλά και τον χρυσοποίκιλτο θρόνος Μπαϊράµ) και, φυσικά, το χαρέµι του παλατιού.
Το παλάτι του Ντολµαµπαχτσέ .jpg)
Χτισµένο πάνω στο Βόσπορο, το παλάτι του Ντολµαµπαχτσέ χαρακτηρίζεται από την υπερβολική χλιδή, την κραυγαλέα πολυτέλεια και τον φαντασµαγορικό διάκοσµο. Επηρεασµένο από την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, το παλάτι εντυπωσιάζει µε τον όγκο του, περιβάλλεται από τεράστια αυλή, φιλοξενεί περίτεχνο κήπο και «συντροφεύεται» από το φερώνυµο τζαµί κι έναν εκπληκτικό ωρολογόπυργο.
Η οικοδόµηση του συγκροτήµατος ήταν ιδέα του σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ του Α΄, η δε κατασκευή του ξεκίνησε το 1843 και ολοκληρώθηκε το 1856, δηλαδή, 16 χρόνια αργότερα, σε σχέδια του διάσηµου, στην εποχή του, αρµένιου αρχιτέκτονα Καραµπέτ Μπελιάν.
Ο πρώτος που το κατοίκησε ήταν ο εµπνευστής του κι αποτέλεσε την επίσηµη κατοικία και των επόµενων έξι σουλτάνων ως την δύση της οθωµανικής αυτοκρατορίας. Εδώ συνεδρίασε η πρώτη οθωµανική βουλή το 1877, εδώ φιλοξενήθηκε ο γερµανός αυτοκράτορας Γουλιέλµος Γ΄ το 1887, από την προβλήτα του παλατιού αναχώρησε µε πλοίο ο 36ος και τελευταίος σουλτάνος Μωάµεθ Στ΄ ή Μεχµέτ Βαχιντεντίν, το 1922 κι εδώ άφησε την τελευταία πνοή ο «πατέρας» του νέου τουρκικού κράτους Κεµάλ Ατατούρκ, τον Νοέµβριο του 1938. Από τον θάνατο του Ατατούρκ, το παλάτι του Ντολµαµπαχτσέ λειτουργεί ως µουσείο και συγκεντρώνει το ενδιαφέρον εκατοµµυρίων επισκεπτών κάθε χρόνο. Κι όχι άδικα, βέβαια: Την εσωτερική διακόσµηση (για την οποία χρησιµοποιήθηκαν 14 τόνοι χρυσού και 40 τόνοι ασηµιού) επιµελήθηκε ο διακοσµητής της Όπερας του Παρισιού Sechan, τα κρύσταλλα είναι µπακαρά, τα έπιπλα φερµένα από την Γαλλία, τα βάζα από τις Σέβρες, τα µεταξωτά και τα χαλιά από την Χερέκε και την Λυών, τα κηροπήγια από την Αγγλία…
Το κυρίως παλάτι απλώνεται σε 14.600 τ.µ. και µε τα υπόλοιπα κτίσµατα φτάνει τα 64.000 τ.µ., διαθέτει δε 285 δωµάτια, 43 αίθουσες, 6 χαµάµ και 1.427 παράθυρα. Όλα αυτά συµπληρώνονται από 156 ρολόγια, 280 βάζα, 58 κηροπήγια, 131 µεγάλα χαλιά (το µεγαλύτερο είναι 124 τ.µ.) και 99 µικρά -φυσικά, όλα χειροποίητα. Αξίζει να σηµειωθεί ότι η πρόσοψη του παλατιού αγγίζει τα 600 µέτρα και το συγκρότηµα έχει συνολικά 12 πύλες.
Για την ξενάγηση απαιτείται τουλάχιστον µιάµιση ώρα (για ένα µέρος του παλατιού) και αξίζει να δει κανείς την αυτοκρατορική πύλη, την κρυστάλλινη σκάλα που φτάνει στην αίθουσα υποδοχής των πρεσβευτών, την αίθουσα πανοράµατος και την αίθουσα τελετών.
Η Βασιλική Δεξαµενή
Ακριβώς απέναντι από την Αγιά Σοφιά και κάτω από το έδαφος, βρίσκεται ένα εκπληκτικό αρχιτεκτόνηµα, η Βασιλική Δεξαµενή. Αξιόλογο δείγµα της βυζαντινής µηχανικής, η κατασκευή της δεξαµενής υπολογίζεται γύρω στο 532 µ. Χ. όταν αυτοκράτορας ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος. Χρησίµευε για την υδροδότηση της πόλης σε περιόδους πολιορκίας (οι επίδοξοι εισβολείς κατέστρεφαν τα υδραγωγεία ή έριχναν δηλητήριο στο πόσιµο νερό), χρησιµοποιήθηκε δε, ως την άλωση της Πόλης. Η δεξαµενή καλύπτει έκταση 10.000 τµ (143µ. µήκος και 65µ. πλάτος), ήταν χωρητικότητας 80.000 κυβικών µέτρων και για την κατασκευή της χρησιµοποιήθηκαν 336 κίονες, 8 µέτρων ο καθένας.
Οι κίονες αυτοί είναι διαφόρων ρυθµών και εικάζεται ότι µεταφέρθηκαν από διάφορα ρωµαϊκά µνηµεία, σε µια προσπάθεια του Μεγάλου Κωνσταντίνου να ισχυροποιήσει τον χριστιανισµό και να αφήσει πίσω τον ειδωλολατρισµό. Επί έναν αιώνα µετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, οι οθωµανοί αγνοούσαν την ύπαρξή της και άρχισαν να την ερευνούν όταν διαπίστωσαν ότι οι κάτοικοι της πόλης προµηθεύονταν νερό ή και… ψάρευαν ακόµα, από τρύπες στα υπόγεια και τις αυλές τους. Κύριο χαρακτηριστικό της δεξαµενής είναι οι δύο κρηπίδες κιόνων, µε κεφαλές Μέδουσας (η µία στραβά και η άλλη ανάποδα). Μέχρι πριν λίγα χρόνια, οι επισκέπτες µπορούσαν να την περιηγηθούν µόνο µε λέµβους, αλλά από το 1987 και µετά, όταν και ολοκληρώθηκαν οι εργασίες αποκατάστασής της, τοποθετήθηκαν ειδικοί διάδροµοι και η βόλτα πλέον γίνεται κάτω από τους ήχους κλασικής µουσικής και υποβλητικού φωτισµού. Να σηµειωθεί ότι εδώ γυρίστηκαν σκηνές από την ταινία του Τζαίηµς Μποντ «Από την Ρωσία µε αγάπη».
Τα τείχη του Θεοδοσίου.jpg)
Η οχύρωση της Κωνσταντινούπολης, αποτελούσε πρώτιστο µέληµα και καθήκον για κάθε βυζαντινό αυτοκράτορα, προκειµένου να εξασφαλιστεί η προστασία των πολιτών. Ο Κωνσταντίνος, µε την ανάδειξη της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου σε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την περιέβαλε µε τείχη, τα οποία επέκτειναν οι διάδοχοί του. Ωστόσο, τα εντυπωσιακότερα και ασφαλέστερα κατασκευάστηκαν από τον Θεοδόσιο τον Β΄ (408-450), τα οποία, βέβαια, δέχθηκαν αρκετές επισκευές και επεµβάσεις τους επόµενους αιώνες, όχι µόνο από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες, αλλά και από τους Φράγκους και Οθωµανούς.
Τα τείχη του Θεοδοσίου διέθεταν τρεις αµυντικές ζώνες (τάφρο, προτείχισµα και κυρίως τείχος), αρκετές πύλες (Κερκόπορτα, Χρυσή Πύλη, Πύλη του Ρωµανού κ.ά.), αι το οχυρό επταπύργιο που αργότερα ονοµάστηκε από τους Οθωµανούς Γεντικουλέ. Τα διπλά τείχη του Θεοδοσίου εκτείνονταν σε απόσταση 6,5 χλµ, είχαν 11 πύλες και 192 πύργους και ουσιαστικά «κούµπωναν» την πόλη από την θάλασσα του Μαρµαρά ως τον Κεράτιο Κόλπο. Τα τείχη αυτά, για 1000 χρόνια ήταν απόρθητα και µόνο ο Μωάµεθ ο Πορθητής κατάφερε να τα περάσει, τον Μάιο του 1453. Φυσικά, και οι σουλτάνοι φρόντισαν τα τείχη, τα οποία διατηρήθηκαν σε καλή κατάσταση µέχρι και τα τέλη του 17ου αιώνα. Σήµερα, σώζεται ένα µεγάλο µέρος τους και τα τελευταία χρόνια, γίνονται εκτεταµένες επισκευές. Είναι επισκέψιµα και προσβάσιµα και στο κάστρο του Γεντικουλέ (που χρησιµοποιήθηκε από τους οθωµανούς ως τόπος εκτελέσεων, αλλά και φυλακή), ο επισκέπτης µπορεί να δει τον αυτοκρατορικό βυζαντινό αετό σκαλισµένο πάνω από την κεντρική πύλη, αλλά και την καταπληκτική θέα που απλώνεται ως τη θάλασσα του Μαρµαρά.
Σκεπαστή και Αιγυπτιακή Αγορά
Η Σκεπαστή Αγορά της Πόλης, ή Μεγάλη Αγορά (Καπαλί Τσαρσί), κατασκευάστηκε λίγο µετά την άλωση από τον Μωάµεθ τον Β΄ και σήµερα (πέρα από την… χρηστική της αξία), αποτελεί µία από τις τουριστικές ατραξιόν της Κωνσταντινούπολης, αφού, κατά κύριο λόγο, κατακλύζεται από τουρίστες κι όχι από ντόπιους. Η Σκεπαστή Αγορά είναι ένα πολυδαίδαλο συγκρότηµα, που εκτείνεται σε 300 στρέµµατα και διακλαδίζεται από 80 δρόµους, φιλοξενεί πάνω από 4.000 καταστήµατα και 15.000 εργαζόµενους και ο επισκέπτης µπορεί να βρει και ν’ αγοράσει σχεδόν τα πάντα (χαλιά, ρούχα, κοσµήµατα, βιβλία, υποδήµατα, αντίκες, ναργιλέδες, σαµοβάρια, κεχριµπαρένια κοµπολόγια, υφάσµατα, αναµνηστικά, είδη σπιτιού, τρόφιµα). Τα περισσότερα αντικείµενα και προϊόντα είναι αποµιµήσεις, αλλά παρ’ όλα αυτά η τιµές τους, είναι τσουχτερές. Δεν αποκλείεται, βέβαια, ψάχνοντας να κάνει κάποιος και καλές αγορές. Απαραίτητη προϋπόθεση, το παζάρι µε τους καταστηµατάρχες. Στο χώρο της αγοράς, υπάρχουν ακόµα γραφικά καφενεία και εστιατόρια.
Λίγο πιο κάτω, βρίσκεται η Αιγυπτιακή Αγορά, ή Αγορά των Μπαχαρικών (και πήρε το όνοµά της από τα µπαχάρια, αλλά και τ’ άλλα προϊόντα που κυρίως έρχο- νταν από την Αίγυπτο). Η Αιγυπτιακή Αγορά έχει περισσότερο ανατολίτικο χρώµα και φιλοξενεί σε σχήµα Γ, πείπου 80 καταστήµατα στα οποία ο επισκέπτης µπορεί να βρει µεγάλη ποικιλία σε µπαχαρικά, τυροκοµικά, ψάρια, λακέρδα βαρελιού, χαβιάρι, παστουρµά, λουκούµια, καφέδες, ξηρούς καρπούς, µέλι, αφροδισιακά
φάρµακα κι αρώµατα.
Ο Πύργος του Γαλατά.jpg)
Σήµερα, το εσωτερικό του δεν υποδηλώνει την µεσαιωνική καταγωγή του –καθώς οι παρεµβάσεις έχουν αλλοιώσει τον χαρακτήρα του- αλλά εξωτερικά είναι σωστά συντηρηµένος, εντυπωσιάζει και προσελκύει εκατοντάδες επισκέπτες καθηµερινά. Ο λόγος για τον Πύργο του Γαλατά που είναι ορατός από τα περισσότερα σηµεία της Πόλης και από την κυκλική βεράντα του µπορεί να θαυµάσει κανείς πανοραµικά την Κωνσταντινούπολη µε τον Βόσπορο, τον Κεράτιο και τον Μαρµαρά και –αν η ατµόσφαιρα είναι καθαρή- το µάτι του να φτάσει ως τα Πριγκηπόννησα.
Ο πύργος χτίστηκε από τους Γενοβέζους το 1348, έχει ύψος 62 µέτρα και διάµετρο 9 µέτρα και βρίσκεται 140 µέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Το 1509 υπέστη ζηµιές από σεισµό, αλλά αναστηλώθηκε, ενώ δέχτηκε ανακαινίσεις το 1794, το 1831, το 1875 και εκτεταµένη αναπαλαίωση στην τριετία 1964-1967.
Από τους οθωµανούς χρησιµοποιήθηκε ως παρατηρητήριο (κυρίως για πυρκαγιές), αλλά σήµερα στους δύο τελευταίους ορόφους (8ο και 9ο) λειτουργούν εστιατόριο και νυχτερινό κέντρο.
Το Φρούριο της Ρωμυλίας
Αφήνοντας τα προάστια της Κωνσταντινούπολης, που βρίσκονται στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου και λίγο πριν την δεύτερη κρεµαστή γέφυρα που ενώνει την Ασία µε ην Ευρώπη, ο επισκέπτης συναντά το εντυπωσιακό Φρούριο της Ρωµυλίας, ή και Κάστρο της Ευρώπης. Το κατασκεύασε ο Μωάµεθ ο Πορθητής το 1452, ένα χρόνο πριν την άλωση της Πόλης, µε στόχο να εµποδίσει την προµήθεια των βυζαντινών από την Δύση, που έρχονταν µε πλοία από τον Δούναβη και την Μαύρη Θάλασσα. Ο Μωάµεθ έχτισε το φρούριο στο στενότερο σηµείο του Βοσπόρου και ακριβώς απέναντι από το Φρούριο της Ανατολίας ή Κάστρο της Ασίας (χτίστηκε από τον σουλτάνο προπάππο του Γιλντιρίµ Μπαγιαζήτ το 1393), έτσι ώστε να µπορεί να ελέγχει κάθε πέρασµα πλοίου –γι’ αυτό και αρχικά ονοµάστηκε Μπογάζ Κεσέν (Φράγµα του Στενού).
Σύµφωνα µε τις ιστορικές µαρτυρίες, το κάστρο το σχεδίασε ο ίδιος ο Μωάµεθ, που χρειάστηκε µόλις τρεις µήνες για την κατασκευή του, δουλεύοντας ακατάπαυστα 1.000 τοιχοποιοί και 2.000 εργάτες. Τρεις µεγάλοι προµαχώνες κι άλλοι έξι µικρότεροι, εξοπλισµένοι µε κανόνια µεγάλου διαµετρήµατος, ήσαν ικανοί να ελέγχουν το στενό πέρασµα και ουσιαστικά να αποκλείσουν την Πόλη στο σηµείο αυτό. Μετά την άλωση της Πόλης, το κάστρο δεν είχε καµιά στρατιωτική σηµασία και χρησιµοποιήθηκε ως φυλακή, ιδιαίτερα για αιχµαλώτους πολέµου. Κατά καιρούς υπέστη ζηµιές και φθορές από τον χρόνο, αλλά το 1953 αναστηλώθηκε και σήµερα είναι ανοιχτό στο κοινό.
Στο εσωτερικό του λειτουργεί ένα µικρό µουσείο κανονιών, φιλοξενεί τα υπολείµµατα ενός τζαµιού και διαθέτει ένα µικρό αµφιθέατρο, στο οποίο κάθε καλοκαίρι πραγµατοποιείται εδώ το Φεστιβάλ Μουσικής και Χορού της Κωνσταντινούπολης.
Ο Ιππόδρομος
Ο Ιππόδροµος βρίσκεται στην καρδιά της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης, δίπλα στην Αγιά Σοφιά, το Μπλε Τζαµί και το Παλάτι του Τοπκαπί. Βέβαια, σήµερα, δεν θυµίζει σε τίποτα ρωµαϊκό ιππόδροµο, καθώς έχει διαµορφωθεί σε επιµήκη πλατεία (λέγεται Πλατεία Σουλταναχµέτ ή Πλατεία των Αλόγων). Κατασκευάστηκε από τον Σεπτίµιο Σεβήρο το 203 µ.Χ., όταν κατέλαβε την πόλη του Βυζαντίου και σε µια προσπάθειά του να εξευµενίσει τους κατοίκους της, αλλά την οριστική του µορφή την απέκτησε το 330 µ.Χ. από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Είχε 400 µέτρα µήκος και 120 µέτρα πλάτος και µπορούσε να φιλοξενήσει περισσότερα από 30.000 άτοµα (αν και λέγεται ότι η χωρητικότητά του άγγιζε τα 100.000).
Οι ρωµαίοι και οι βυζαντινοί οργάνωναν εδώ αρµατοδροµίες, ιπποδροµίες, µονοµαχίες και άλλες αθλητικούς αγώνες, ενώ οι οθωµανοί, πέρα από αθλητικές δραστηριότητες, χρησιµοποιούσαν τον ιππόδροµο ως κέντρο λαϊκών διασκεδάσεων και λαϊκών αγορών. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάµε ότι επί Ιουστινιανού, ο χώρος και η περιοχή αµαυρώθηκε από το αιµατηρότερο γεγονός στην ιστορία του: τον εγκλωβισµό και τη σφαγή χιλιάδων ατόµων (περίπου 30.000) κατά τη Στάση του Νίκα.
Ο κεντρικός δρόµος, η σπίνα, ήταν διακοσµηµένος µε οβελίσκους και κίονες, ενώ εντυπωσιακά ήταν τα τέσσερα χάλκινα άλογα που βρίσκονταν στο χώρο, όπου σήµερα υπάρχει το περίπτερο για τουριστικές πληροφορίες –τα άλογα αυτά εκλάπησαν από τους σταυροφόρους που κυρίευσαν την Πόλη το 1204 και τα µετέφεραν στον ’γιο Μάρκο της Βενετίας.
Σήµερα, ωστόσο, ο επισκέπτης µπορεί να θαυµάσει τον Αιγυπτιακό Οβελίσκο που έφερε ο Κωνσταντίνος από το Λούξορ, τη Στήλη των Όφεων που µεταφέρθηκε από τους Δελφούς και χρονολογείται από το 479 π.Χ., τη Στήλη του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου (ή Χάλκινη Στήλη) και την Κρήνη του Γουλιέλµου, που κατασκευάστηκε το 1898, όταν ο κάϊζερ της Γερµανίας επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη.
Στα νερά του Βοσπόρου
Όταν αναφέρεται κάποιος στην Κωνσταντινούπολη, το µυαλό του πάει στο Βόσπορο. Κι όχι άδικα. Δεν είναι που το θαλάσσιο αυτό κανάλι είναι άρρηκτα δεµένο µε την ιστορία της πόλης, αλλά και γιατί οι οµορφιές που ξεδιπλώνει στον επισκέπτη, είτε από τη θάλασσα είτε από τη στεριά, είναι απαράµιλλες και µοναδικές.
Με µήκος που φτάνει τα 33 χιλιόµετρα και πλάτος που κυµαίνεται µεταξύ 700 µέτρων και 3,5 χιλιοµέτρων, ο Βόσπορος συνδέει τη Θάλασσα του Μαρµαρά µε την Μαύρη Θάλασσα και χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία. Ιδιαίτερα δηµοφιλής, διαπλέεται καθηµερινά από εκατοντάδες πλεούµενα µε χιλιάδες τουρίστες, οι οποίοι µπορούν ν’ απολαύσουν στη διαδροµή τους πολυτελή παλάτια, ιστορικά κάστρα, ξύλινες βίλες (γνωστά ως γιαλιά-από το γιαλός), ονοµαστά τεµένη και γραφικά
ψαροχώρια. Στο διάπλου του ο επισκέπτης µπορεί να θαυµάσει επίσης και τις δύο κρεµαστές γέφυρες που ενώνουν την ευρωπαϊκή µε την ασιατική πλευρά: Η πρώτη, ενώνει τις συνοικίες Ορτάκιοϊ και Μπεϊλέρµπεη, φέρει το όνοµα του Ατατούρκ και τα εγκαίνιά της έγιναν στις 29 Οκτωβρίου 1973, συµπίπτοντας µε τις γιορταστικές εκδηλώσεις για τα 50 χρόνια από την ανακήρυξη του νέου τουρκικού κράτους. Έχει µήκος 1560 µέτρα (είναι η 6η µεγαλύτερη στον κόσµο) και βρίσκεται 64 µέτρα πάνω από τη θάλασσα. Η δεύτερη κρεµαστή γέφυρα, βρίσκεται πιο ψηλά, προς την Μαύρη Θάλασσα και φέρει το όνοµα του σουλτάνου Μωάµεθ του Πορθητή, κατασκευάστηκε µέσα σε τρία χρόνια (29 Μαΐου 1985-29 Μαΐου 1988) κι εξυπηρετεί κυρίως βαριά οχήµατα διεθνών µεταφορών. Το µήκος της φτάνει τα 1510 µέτρα και υψώνεται κι αυτή 64 µέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας.
Πριγκηπόνησσα - Τα μαργαριτάρια του Μαρμαρά
Εννιά μικρά νησάκια, σκορπισμένα σαν μαργαριτάρια στη θάλασσα του Μαρμαρά... Πρώτη, Αντιγόνη, Χάλκη, Πρίγκηπος, Αντιρόβυθος, Νέανδρος, Οξειά, Πίττα, Πλάτη. Κάποτε ήταν τόποι εξορίας, σήμερα τουριστικά θέρετρα. Κάποτε έσφυζαν από ζωή, σήμερα οι νεόπλουτοι Τούρκοι έχουν εκεί τις παραθεριστικές τους κατοικίες. Κάποτε το ρωμαίικο στοιχείο κυριαρχούσε, σήμερα ελάχιστοι Έλληνες έχουν απομείνει.
Κιβωτός της Ορθοδοξίας, τόπος µε αναγνωρισµένα από τους σουλτάνους προνόµια και καταφύγιο κατατρεγµένων και επαναστατών, πήραν το (ελληνικό) όνοµά τους από τη συνήθεια των βυζαντινών αυτοκρατόρων να εξορίζουν εκεί όσους πρίγκηπες ή πριγκήπισσες ένιωθαν ότι αποτελούν απειλή για την ηγεµονία τους -µάλιστα λέγεται ότι, για να γίνει σκληρότερη η τιµωρία τους, τους περισσότερους τους τύφλωναν, για να µη µπορούν ν’ απολαµβάνουν στη διάρκεια της εξορίας τους, την απαράµιλλη οµορφιά των νησιών. Για τους Ρωµιούς της Πόλης ήταν και είναι απλά Τα Νησιά. Για τους Τούρκους, Τα Κόκκινα Νησιά ή Κοκκινονήσια (από το χρώµα που έχουν οι ακτές και τα βράχια τους εξαιτίας του χαλκού), Τα Παπαδονήσια (από τα πολλά µοναστήρια και τις εκκλησίες), αλλά και Τα Νησιά του Διαβόλου (Δαιµόνησα ή Δαιµονονήσια).
Από τα εννιά νησιά, µόνο τα τέσσερα κατοικούνται ανέκαθεν: Η Πρώτη, η Αντιγόνη, η Χάλκη και η Πρίγκηπος. Το πέµπτο, η Αντιρόβυθος, ακατοίκητο ως τη δεκαετία του 1950, πέρασε σε χέρια ιδιώτη, ο οποίος στη συνέχεια ρυµοτόµησε µια µικρή έκταση και την πούλησε σε ευκατάστατους αστούς της Πόλης για ν’ ανεγείρουν εκεί πολυτελείς επαύλεις και βίλες, όπως και η Πίττα ή Κουτάλα, που επίσης είναι ιδιόκτητη. Από τα υπόλοιπα τέσσερα νησιά, η Πλάτη φιλοξενεί ναυτική βάση από το 1945 (µάλιστα εκεί δικάστηκε και καταδικάστηκε σε απαγχονισµό ο πρώην πρωθυπουργός Μεντερές), ενώ η Οξειά και η Νέανδρος είναι µικρά, άγονα και χωρίς κατοίκους.
Τα τέσσερα κατοικήσιµα νησιά των Πριγκηπονήσων φιλοξενούσαν µόνο Έλληνες στη διάρκεια της τουρκοκρατίας και µε σουλτανικά διατάγµατα απαγορεύονταν να µετοικήσει εκεί Οθωµανός. Οι ορθόδοξοι κάτοικοί τους ασκούσαν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα (υπήρχαν παντού µοναστήρια, εκκλησίες και ασκηταριά), ενώ ήταν απαλλαγµένοι από τον κεφαλικό φόρο και το παιδοµάζωµα. Σύµφωνα µε ιστορικές µαρτυρίες, ο πρώτος µιναρές υψώθηκε στη Χάλκη το 1773 κι αυτός στον περίβολο ενός στρατώνα εκπαίδευσης αξιωµατικών για να εξυπηρετήσει τις θρησκευτικές ανάγκες των δοκίµων και των εκπαιδευτών τους, ενώ στην Πρίγκηπο το πρώτο τζαµί έκανε την εµφάνισή του το 1895. Όσο για την Αντιγόνη και την Πρώτη, µόλις τα τελευταία χρόνια (και κυρίως τα γεγονότα του ΄74), κατοικήθηκαν από Τούρκους. Σήµερα, οι ρωµαίικες οικογένειες που ζουν στα Πριγκηπόννησα είναι ελάχιστες, αλλά συµβιώνουν χωρίς προβλήµατα µε τους υπόλοιπους κατοίκους.
Τα Πριγκηπόννησα αποτελούν στις µέρες µας τουριστικό σηµείο αναφοράς –ιδιαίτερα για τους Έλληνες. Απέχουν από την Κωνσταντινούπολη γύρω στα 12 ναυτικά µίλια, απαιτείται περίπου µια ώρα µε το καράβι και αξίζει να τα επισκεφτεί κάποιος. Τα καράβια ξεκινούν από την αποβάθρα Sirkeci 5, ή την Kabatas και αποπλέοντας δίνεται η δυνατότητα στον ταξιδιώτη ν’ αντικρίσει µέσα από τα νερά του Βοσπόρου την εκθαµβωτική Αγιά-Σοφιά, το εντυπωσιακό Τοπ Καπί (γνωστό και από την οµότιτλη ταινία του Ντασέν µε την πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη), το εκπληκτικό Μπλε Τζαµί, τον µοναχικό στην είσοδο του κόλπου Πύργο του Λέανδρου (εδώ γυρίστηκαν σκηνές για ταινία του Τζέιµς Μποντ), τον πολυφωτογραφηµένο σιδηροδροµικό σταθµό του Χαΐντάρ Πασά και τον στρατώνα Σεµιλιέ µε τους τέσσερις πύργους του…
- Το πρώτο νησί που προσεγγίζει το καράβι, είναι η Πρώτη. Οι Τούρκοι το ονοµάζουν Kinali Ada, δηλαδή το νησί µε
το κόκκινο χώµα. Πλησιάζοντας, σε σοκάρουν οι αρκετές κεραίες κινητής τηλεφωνίας που έχουν φυτρώσει στην κορυφή του µοναδικού λόφου, αλλά µόλις το καράβι δέσει στο λιµάνι αντικρίζεις ένα τόπο όµορφο και απλό και αντιλαµβάνεσαι γιατί αρκετοί κάτοικοι της Πόλης την επιλέγουν για τον παραθερισµό τους, ή ακόµα και για µόνιµη κατοικία (από την Κωνσταντινούπολη απέχει µόλις 45 λεπτά µε το καράβι της γραµµής και 20 λεπτά µε ταχύπλοο). Στην κορυφή του λόφου, είναι χτισµένο το µοναστήρι της Μεταµορφώσεως του Σωτήρος, ενώ στον οικισµό φιλοξενείται ο ιερός ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου.
- Μετά την Πρώτη, το καράβι της γραµµής «πιάνει» στο λιµάνι της Αντιγόνης. Είναι το µικρότερο από τα κατοικήσιµα νησιά, αλλά από πολλούς θεωρείται το ωραιότερο, γι’ αυτό και συγκεντρώνει τους περισσότερους επισκέπτες. Το όνοµά της το οφείλει στον Δηµήτριο τον Πολιορκητή, ο οποίος έδωσε στο νησί το όνοµα του πατέρα του, Αντίγονου του Μονόφθαλµου. Οι Τούρκοι την ονοµάζουν σήµερα Burgaz Ada, δηλαδή, Το νησί του Κάστρου, εξαιτίας των ερειπίων της µονής Θεοκορυφώτου, ή Μεταµορφώσεως του Χριστού, ή απλώς του Χριστού, που µοιάζει µε κάστρο. Στο νησί σώζεται σήµερα και η µονή του Αγίου Γεωργίου Καρύπη, ενώ πίσω από την προκυµαία ο επισκέπτης θα συναντήσει τον ιερό ναό του Αγίου Ιωάννη του Προδρόµου, που χτίστηκε το 1899, αλλά και την κρύπτη, όπου ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Β’ Τραυλός φυλάκισε το 821 τον ’γιο Μεθόδιο τον Οµολογητή.
- Σε απόσταση αναπνοής, βρίσκεται η γνωστή σε όλους Χάλκη. Με τη Θεολογική Σχολή να αποτελεί πνευµατικό κέντρο της Ορθοδοξίας, η Χάλκη θεωρείται από τους Ορθόδοξους καθαγιασµένος τόπος, καθώς εδώ φιλοξενούνται τα σκηνώµατα δέκα πατριαρχών, η Θεολογική Σχολή, τρία µοναστήρια και δύο σκήτες. Μετά την Πρίγκηπο είναι το δεύτερο µεγαλύτερο νησί και στο παρελθόν έζησε µέρες ακµής κι ευηµερίας, µε την παρουσία της Θεολογικής Σχολής, τη Σχολή των Ελλήνων Εµπόρων, την Κοινοτική των Χαλκινών Ελληνική Σχολή και τη Σχολή Ναυτικών Δοκίµων που λειτουργεί και σήµερα. Το όνοµά της το οφείλει στα ορυχεία του χαλκού που υπήρχαν εκεί, αλλά σήµερα οι Τούρκοι την ονοµάζουν Heybeli Αda, που σηµαίνει Ταγαρονήσι (χαΐµπέ στα τούρκικα σηµαίνει δισάκι, διότι οι δύο λόφοι της σχηµατίζουν ένα είδος δισακίου). Πριν το καράβι φτάσει στο λιµάνι, ο επισκέπτης αντικρίζει στην κορυφή του Λόφου της Ελπίδας, την επιβλητική Θεολογική Σχολή που ίδρυσε ο Πατριάρχης Γερµανός ο Δ’ και λειτούργησε από το 1844 ως το 1971. Στα 127 χρόνια λειτουργίας της αποφοίτησαν 930 κληρικοί, από οποίους οι 343 έγιναν επίσκοποι και οι 12 από αυτούς Οικουµενικοί Πατριάρχες, 2 πατριάρχες Αλεξανδρείας, 2 πατριάρχες Αντιοχείας, 4 αρχιεπίσκοποι Αθηνών και 1 αρχιεπίσκοπος Τιράνων, ενώ ως πρεσβύτεροι και διάκονοι υπηρέτησαν στην Εκκλησία 318. Στην αυλή της Σχολής βρίσκεται ο ιερός ναός της Αγίας Τριάδας, που παλαιότερα ήταν µοναστήρι, γνωστό ως Μονή των Δεσποτών, ενώ απέναντι, στον δεύτερο λόφο, όπου και η Σχολή Ναυτικών Δοκίµων, δεσπόζει η Μονή της Καµαριώτισσας (και Κουµαριώτισσα για τους ντόπιους, εξαιτίας των πολλών κουµαριών που υπάρχουν στην περιοχή) και δίπλα η Μονή του Αγίου Γεωργίου του Εγκρεµού ή Κρεµνού.
- Το τέταρτο κατοικήσιµο και ταυτόχρονα µεγαλύτερο και πυκνοκατοικηµένο νησί του συµπλέγµατος των Πριγκηπονήσων, είναι η Πρίγκηπος, ή Μεγάλο Νησί (Buyuk Ada) για τους Τούρκους. Εδώ ζούσαν κάποτε περισσότεροι από 15.000 ψυχές, αλλά σήµερα δεν υπερβαίνουν τις 7.500. Όσο για τους Έλληνες, είναι πλέον ελάχιστοι. Το καλοκαίρι, βέβαια, οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης βουλιάζουν το νησί, καθώς το προτιµούν για τις διακοπές τους. Στους λόφους του νησιού δεσπόζουν τα µοναστήρια του Χριστού και του Αγίου Γεωργίου του Κουδουνά, ενώ στην Πρίγκηπο έχει την έδρα της σήµερα και η Μητρόπολη Πριγκηπονήσων. Στον οικισµό υπάρχουν και δύο εκκλησίες, της Κοιµήσεως της Θεοτόκου (πίσω από την αποβάθρα) και του Αγίου Δηµητρίου (στην περιοχή Πλάτανος), που είναι και ο µητροπολιτικός ναός των Πριγκηπονήσων.
Τόσο στην Πρίγκηπο, όσο και στ’ άλλα τρία κατοικήσιµα νησιά, δεν κυκλοφορούν αυτοκίνητα και δίκυκλα (εκτός από πυροσβεστικά οχήµατα και ασθενοφόρα) και οι µετακινήσεις των κατοίκων και των επισκεπτών γίνονται µόνο µε ιππήλατα αµαξάκια (τα γνωστά παΐτόνια) και ποδήλατα.
Το σύµπλεγµα των Πριγκηπονήσων, συµπληρώνουν τα άλλα πέντε βραχόνησα:
- Η Αντιρόβυθρος (Sedef Αda), απέναντι από την Πρίγκηπο, που κατοικείται, κυρίως, τα καλοκαίρια από τους λίγους ιδιοκτήτες που διαθέτουν πολυτελείς επαύλεις και βίλες. Η αρχαία της ονοµασία είναι Τερέβινθος κι εδώ βρίσκονται τα ερείπια της µονής του Αγίου Ιγνατίου.
- Η Πίττα ή Κουτάλα (Kasik Αda), απέναντι από τη Χάλκη, που επίσης είναι ιδιόκτητο νησί.
- Η Πλάτη (Yassi Αda), απέναντι από την Πρώτη, όπου ο ’γιος Ιγνάτιος ίδρυσε µονή και εκκλησία αφιερωµένη στους Αγίους Σαράντα και το 1857 πέρασε στα χέρια του ’γγλου πρεσβευτή Henry Bulwer (έχτισε εδώ µια ωραία κατοικία-παλάτι, που αργότερα πούλησε στον χεδίφη της Αιγύπτου), για να χρησιµοποιηθεί από το 1945 ως το 1993 ως ναυτική βάση.
- Η Οξειά (Sivri Αda, Tο Μυτερό Νησί), επίσης απέναντι από την Πρώτη, που στα βυζαντινά χρόνια υπήρξε τόπος εξορίας, ενώ το 1961 εδώ δικάστηκε, φυλακίστηκε και τελικά απαγχονίστηκε ο πρώην πρωθυπουργός Αντινάν Μεντερές. Ακόµα, το 1911 µεταφέρθηκαν στο νησί χιλιάδες αδέσποτα σκυλιά της Κωνσταντινούπολης, αλλά όταν ο σεισµός χτύπησε την Κωνσταντινούπολη, οι Τούρκοι τον θεώρησαν οργή θεού κι έτσι συνέλλεξαν και πάλι τα αδέσποτα και τ’ άφησαν ελέυθερα στους δρόµους της Πόλης.
- Η Νέανδρος (Tavan Ada), το πλέον αποµακρυσµένο και µικρό νησάκι, όπου ο ’γιος Ιγνάτιος πριν γίνει πατριάρχης έχτισε µια µονή και σώζονται µόνο ερείπιά της.
- Τέλος, ανοιχτά στη θάλασσα του Μαρµαρά (αν και δεν ανήκει στο σύµπλεγµα των Πριγκηπονήσων), βρίσκεται και το µικρό νησί Καλόλιµνος (Ιµραλί). Εδώ, από το 1999, εκτίει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ο διάσηµος έγκλειστός του, ο άλλοτε αρχηγός των Κούρδων, Αµπτουλάχ Οτσαλάν…
Το Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου-Το μεγαλύτερο ξύλινο κτίριο της Ευρώπης
Θεωρείται το µεγαλύτερο ξύλινο κτίριο στην Ευρώπη και από τα µεγαλύτερα στον κόσµο… Κάποτε ήταν επιβλητικό και µεγαλοπρεπές, σήµερα, όµως, βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης... Για 62 ολόκληρα χρόνια στέγαζε ορφανά που έβρισκαν θαλπωρή και ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση, ωστόσο τα τελευταία 44 χρόνια στεγάζει τρωκτικά, πουλιά και αρκετές αναµνήσεις…
Ήταν στα 1895 όταν η γαλλική εταιρία Μορίς ντε Μποζάρ κατασκεύασε στο Λόφο του Χριστού, ένα µεγαλοπρεπές ξύλινο κτίριο πέντε ορόφων, κόστους 50.000 χρυσών λιρών, µε την προοπτική να λειτουργήσει ως ξενοδοχείο και καζίνο.
Χτισµένο σε οικόπεδο 26 στρεµµάτων, µε 206 πολυτελή δωµάτια, σαλόνια, τραπεζαρίες, αίθουσες χορού και διαλέξεων, περίµενε να φιλοξενήσει τους τότε αριστοκράτες της Ευρώπης και να τους προσφέρει ονειρεµένες διακοπές, διασκέδαση και γαλλικές σπεσιαλιτέ. Ωστόσο, το ξενοδοχείο αυτό, το «Πρίγκηπος Παλλάς», έµελλε να µη λειτουργήσει ποτέ. Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαµίτ ο Β’, θεωρώντας ότι τα τυχερά παιχνίδια κάθε άλλο παρά συνάδουν µε τα οθωµανικά ήθη, δεν έδωσε άδεια λειτουργίας του. Έτσι, από το 1897 που τελείωσε η κατασκευή του, µέχρι το 1902, το ξενοδοχείο έµεινε κλειστό και η γαλλική εταιρία αποφάσισε να το πουλήσει. Το αγόρασε η Ελένη Ζαρίφη για λογαριασµό του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, έναντι 3.700 χρυσών λιρών και µόλις η αγορά επικυρώθηκε µε µουσουλµανικό φιρµάνι, λειτούργησε αµέσως ως ορφανοτροφείο. Τα εγκαίνια έγιναν από τον ατριάρχη Ιωακείµ Γ’, η δε δωρήτρια ονοµάστηκε τιµητικά «Μήτηρ των ορφανών». Το 1929 η αγορά θα κατοχυρωθεί και µε τίτλο της τουρκικής –πλέον- δηµοκρατίας και θα καταχωρηθεί στο τουρκικό κτηµατολόγιο.
Ως το 1964 και για 62 ολόκληρα χρόνια, το Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου θα φιλοξενήσει 5.744 ορφανά (αγόρια και κορίτσια, Ελληνόπουλα, Τουρκόπουλα και λλων εθνικοτήτων), παρέχοντάς τα, ταυτόχρονα, πρωτοβάθµια εκπαίδευση και
δίνοντάς τα, στη συνέχεια, την ευκαιρία να σπουδάσουν. Τη χρονιά εκείνη (µε τελευταία διευθύντρια τη Μαρίκα Χάτσου), η τουρκική κυβέρνηση διακόπτει την λειτουργία του ορφανοτροφείου µε την πρόφαση ότι το κτίριο, καθώς είναι ξύλινο
και µέσα σε κατάφυτη περιοχή, κινδυνεύει από πυρκαγιά κι έτσι τα ορφανά, ως το 1977, φιλοξενούνται στη µονή του Αγίου Νικολάου και παρακολουθούν µαθήµατα στην Αστική Σχολή Πριγκήπου. Το κτίριο του ορφανοτροφείου σταδιακά εγκαταλείπεται και το 1999 η Γενική Διεύθυνση Βακουφίων της Τουρκίας το ανακηρύσσει δηµευµένο βακούφι-ευαγές ίδρυµα, ενώ, παράλληλα, προσφεύγει στα δικαστήρια ζητώντας να αφαιρεθεί η ιδιοκτησία από το Οικουµενικό Πατριαρχείο. Έξι χρόνια µετά, τα τουρκικά δικαστήρια ακυρώνουν τους τίτλους ιδιοκτησίας του Πατριαρχείου µε το αιτιολογικό ότι στερείται νοµικής προσωπικότητας κι ως εκ τούτου δεν δύναται να έχει τίτλους ιδιοκτησίας. Το Πατριαρχείο µε τη σειρά του προσφεύγει αµέσως στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων και η
προσφυγή του γίνεται δεκτή. Παρ’ όλα αυτά, οι τουρκικές υπηρεσίες µετεγγράφουν το κτίριο στο Τουρκικό Ίδρυµα Βακουφίων. Το Πατριαρχείο προσφεύγει και πάλι στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, που µε οµόφωνη απόφασή του τον Ιούλιο του 2008 (7 στις 7 ψήφους), καταδικάζει την Τουρκία για παραβίαση του δικαιώµατος ιδιοκτησίας, ενώ επιφυλάχτηκε να καθορίσει µε νεότερη απόφασή του, τον τρόπο µε τον οποίο το Πατριαρχείο θα αποκατασταθεί στα δικαιώµατά του.
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου θεωρείται σηµαντική διότι έτσι, αναγνωρίζεται ανεπιφύλακτα ότι το Οικουµενικό Πατριαρχείο, όχι απλώς µπορεί να έχει ιδιοκτησία -κινητή και ακίνητη- στην Τουρκία, αλλά και ότι τα δικαιώµατά του προστατεύονται από το διεθνές δίκαιο. Παράλληλα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επαναλαµβάνει µε ιδιαίτερη έµφαση τις επιφυλάξεις του για τον περίφηµο βακουφικό νόµο της Τουρκίας του 1935, τον οποίο, τα τελευταία χρόνια, η τουρκική κυβέρνηση επικαλείται συστηµατικά για την καταπάτηση ελληνικών και άλλων µειονοτικών ακινήτων στην Τουρκία.
Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης.jpg)
Η Θεολογική Σχολή της Χάκης, είναι η πρώτη εντυπωσιακή εικόνα που αντικρίζει ο επισκέπτης προσεγγίζοντας με το καράβι τη Χάλκη. Χτισμένη στην κορυφή του Λόφου της Ελπίδας, ξεπροβάλλει μέσα από τα ψηλά δένδρα και την πυκνή βλάστηση που την περιστοιχίζουν, ενώ το επιβλητικό-αρχονικό κτήριό της αγκαλιάζει στοργικά τη Μονή της Αγίας Τριάδας, που χτίστηκε από τον πατριάρχη Φώτιο τον Α΄, σχεδόν χίλια χρόνια πριν την ίδρυση της Σχολής. Η ίδρυση της Σχολής, είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε την παρουσία της µονής.
Σύµφωνα µε τα ιστορικά στοιχεία, η ίδρυση της Θεολογικής Σχολής αποδίδεται στον πατριάρχη Γερµανό Δ’ (που έµεινε στο θρόνο µεταξύ των ετών 1842-1845 και 1852- 1853), όταν το 1842 επισκέφτηκε τη Χάλκη, είδε ερειπωµένη τη µονή, ζήτησε την άδεια από τις τουρκικές αρχές να την ανοικοδοµήσει κι όταν, τελικά, την 1η Οκτωβρίου 1844 εγκαινιάστηκε, κήρυξε, παράλληλα, και την έναρξη λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής, µέσα στις εγκαταστάσεις της µονής. Τα κτίρια ήταν όλα ξύλινα και περιλάµβαναν χώρους για τη στέγαση των καθηγητών και των σπουδαστών, αίθουσες διδασκαλίας, νοσοκοµείο, διευθυντήριο και πατριαρχικό διαµέρισµα, ενώ ακριβώς δίπλα, σε λιθόκτιστο οίκηµα, στεγαζόταν η βιβλιοθήκη της Σχολής. Ωστόσο, ο σεισµός της 28ης Ιουνίου του 1894, γκρέµισε τα πάντα, µε µοναδικό διασωθέν κτίριο το ναό της µονής.
Χάρη στην προσφορά του µεγάλου ευεργέτη Παύλου Σκυλίτση Στεφάνοβικ, η µονή και η Σχολή ανακατασκευάστηκαν πάνω σε σχέδια του αρχιτέκτονα Περικλή Φωτιάδη και απέκτησαν τη µορφή που έχουν και σήµερα (µετά και από µια σηµαντική ανακαίνιση που έγινε στη δεκαετία του 1950). Ο Φωτιάδης σχεδίασε τις εγκαταστάσεις της Σχολής σε σχήµα Π (υπόγειο, ισόγειο και δύο ορόφους), περικλείοντας µέσα σ’ αυτό το ναό της Αγίας Τριάδας, αλλά και τους τάφους –πίσω από το ιερό βήµα του- πατριαρχών, µητροπολιτών και καθηγητών της σχολής. Οι θεολογικές εγκαταστάσεις περιλαµβάνουν κοιτώνες, αναρρωτήριο, γραφεία και τη σχολική βιβλιοθήκη, η οποία κατέχει σηµαντική ιστορική συλλογή βιβλίων, περιοδικών, και χειρογράφων.
Η παρουσία της Θεολογικής Σχολής Χάλκης από το 1844 µέχρι το 1971 (όταν και διακόπηκε η λειτουργία της από το τουρκικό κράτος εξαιτίας ενός νόµου που απαγόρευε τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστηµίων!), κάλυπτε σηµαντικές εκπαιδευτικές ανάγκες της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης και της Ορθοδοξίας γενικότερα, η έντονη παρουσία της δε, χωρίζεται σε πέντε περιόδους:
- Από το 1844 ως το 1919, όταν η Σχολή είχε πέντε επτά τάξεις (τέσσερις γυµνασικές και τρεις θεολογικές).
- Από το 1919 ως το 1923 όταν καταργήθηκε το γυµνασιακό τµήµα και η Σχολή λειτούργησε ως Ακαδηµία µε πέντε τάξεις.
- Από το 1923 ως το 1951, όταν επανήλθε στο παλιό επτατάξιο σχήµα της
- Από το 1951 ως το 1971, όταν η Σχολή λειτούργησε µε επτά τάξεις, αλλά αυτή τη φορά µε τρεις γυµνασιακές και τέσσερις θεολογικές.
- Από το 1971 µέχρι σήµερα που η Σχολή –παρά τις υποσχέσεις των τουρκικών αρχών- δεν λειτουργεί και αποτελεί απλώς προσκηνυµατικό χώρο ή φιλοξενεί διεθνή οικολογικά συνέδρια και συµπόσια.
Ως ίδρυµα του Οικουµενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, η Θεολογική Σχολή της Χάλκης βρίσκεται κάτω από την πνευµατική καθοδήγηση του εκάστοτε πατριάρχη και αρχιερέων της Ιεράς Συνόδου, που απαρτίζουν την «Εφορεία της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης», ενώ τη διεύθυνσή της, όσο λειτουργούσε, είχε ο «σχολάρχης» (αρχιµανδρίτης, επίσκοπος, ή µητροπολίτης). Οι σπουδαστές ήταν εσώκλειστοι, φορούσαν οµοιόµορφο κοντό µαύρο ράσο, είχαν περιορισµένες εξόδους και αν έπρεπε να διανυκτερεύσουν για σοβαρό λόγο εκτός της σχολής, έπρεπε να έχουν ειδική άδεια. Η φοίτηση ήταν δωρεάν, αλλά σε περίπτωση που οι σπουδαστές, µετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους, δεν χειροτονούνταν, όφειλαν να καταθέσουν χρηµατική αποζηµίωση (το ποσοστό των χειροτονηθέντων έφτανε στο 80%. Πολλοί ορθόδοξοι θεολόγοι, ιερείς, επίσκοποι και πατριάρχες φοίτησαν στη Χάλκη, συµπεριλαµβανοµένου και του σηµερινού Πατριάρχη Βαρθολοµαίου.
Μέχρι το 1971, η Σχολή υπαγόταν απ’ ευθείας στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας της Τουρκίας και το καθεστώς της διέπονταν από τον «Κανονισµό λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής Χάλκης». Αυτός εγκρίθηκε στις 25 Σεπτεµβρίου 1951 µε απόφαση του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συµβουλίου του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας της Τουρκίας, ενεκρίθη και επεκυρώθη από την Ιερά Σύνοδο στις 5 Οκτωβρίου 1951 και ετέθη σε εφαρµογή στις 3 Οκτωβρίου 1953.
Καίτοι η Σχολή παρείχε λυκειακή και επαγγελµατική εκπαίδευση, οι τουρκικές αρχές διέκοψαν τη λειτουργία της το 1971, µε πρόσχηµα την απαγόρευση της ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης. Αλλά ο ίδιος ο εγκεκριµένος από τις αρχές Κανονισµός Λειτουργίας της, τη χαρακτηρίζει επαγγελµατική σχολή, η οποία παρέχει εκπαίδευση τουλάχιστον ενός έτους µετά το λύκειο. Το ζήτηµα της επαναλειτουργίας της Σχολής επαναλαµβάνεται όλο και πιο έντονα τα τελευταία χρόνια και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ελπίζει ότι οι υποσχέσεις του τουρκικού κράτους που έχουν δοθεί κατά καιρούς, θα τηρηθούν.
Η βιβλιοθήκη της Θεολογικής Σχολής
Η βιβλιοθήκη της Σχολής (που θεωρείται ως δεύτερη Πατριαρχική Βιβλιοθήκη, µετά από εκείνη του Φαναρίου), είναι από τις πλέον πλούσιες στον κόσµο σε παλαιότυπα και σπάνια βιβλία. Πολλά ανήκουν στη βυζαντινή περίοδο και την εποχή του Θεοδώρου Στουδίτη, του πατριάρχη Φωτίου και της Αικατερίνης της Κοµνηνής.
Κύριος οργανωτής και θεµελιωτής της βιβλιοθήκης -πολύ πριν υπάρξει ακόµη η Σχολή- θεωρείται ο πατριάρχης Μητροφάνης ο Γ’ (1565-1572 και 1579-1580), ο οποίος, µάλιστα, δώρισε και 300 σπάνια χειρόγραφα, πολλά από τα οποία σώζονται σήµερα στην Αίθουσα Χειρογράφων της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης. Εικάζεται ότι η βιβλιοθήκη, πριν τη λειτουργία τής Σχολής, ήταν η βιβλιοθήκη της Μονής της Αγίας Τριάδας, που στεγαζόταν σε ιδιαίτερο χώρο του Πατριαρχείου. Μετά την ίδρυση της Σχολής, ο πατριάρχης Γερµανός ο Δ’, στη διάρκεια της δεύτερης πατριαρχείας του (1852-1853), κατασκεύασε µε προσωπικές του δαπάνες διώροφο λιθόκτιστο κτίριο στο χώρο, όπου και µεταφέρθηκε το πλούσιο υλικό της.
Δυστυχώς, το κτίριο αυτό καταστράφηκε το 1894 από τον µεγάλο σεισµό κι έτσι τα βιβλία τοποθετήθηκαν στο νεοκατασκευαστέν κτίριο, µέχρι το 1927, στη µεγάλη αίθουσα της νοτιοδυτικής πλευράς του πάνω ορόφου. Από το 1927 µέχρι σήµερα, η βιβλιοθήκη φιλοξενείται στο υπόγειο της βόρειας πλευράς της Σχολής. Εκτός της βιβλιοθήκης αυτής, από το 1923 λειτουργεί και Μαθητική Βιβλιοθήκη.
Οικουμενικό Πατριαρχείο
Ιστορία που αγγίζει τα 2000 χρόνια –όσα σχεδόν και η Χριστιανοσύνη- κρύβει πίσω του το Οικουµενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Συνδεδεµένο άρρηκτα µε την ίδρυση, την ανάπτυξη, την οικουµενική πολιτική και την πνευµατική ακτινοβολία της Κωνσταντινούπολης, το Οικουµενικό Πατριαρχείο απλώνει τις ρίζες του στα πρώτα χριστιανικά χρόνια και στην άσηµη –τότε- πόλη του Βυζαντίου. Είναι η πόλη, που σύµφωνα µε ιστορικές πηγές και την παράδοση της Εκκλησίας, φτάνει εδώ ο Απόστολος Ανδρέας για να κηρύξει το λόγο του Χριστού, αλλά και να ιδρύσει την «επισκοπή του Βυζαντίου», τοποθετώντας ως πρώτο επίσκοπο τον Απόστολο Στάχυ, που θήτευσε από το 38 ως το 54 µ. Χ.
Τον Απόστολο Στάχυ, θ’ ακολουθήσουν άλλοι 24 επίσκοποι, µε τελευταίο τον ’γιο Μητροφάνη, µε τον οποίο κλείνει η άσηµος περίοδος της βυζαντινής πόλης και της επισκοπής της και ανοίγει µια νέα σελίδα στην ιστορία της, µε την καθιέρωσή της, το 331 µ.Χ. από τον Μέγα Κωνσταντίνο, ως πρωτεύουσας της Ανατολικής Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας, µε το επίσηµο όνοµα «Νέας Ρώµη» (αν και έµεινε γνωστή ως Κωνσταντινούπολη).
Έτσι, λοιπόν, το Οικουµενικό Πατριαρχείο, ή Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, είναι ένα από τα αρχαιότερα κέντρα της χριστιανικής εκκλησίας και σήµερα υφίσταται ως η πρώτη στην τάξη µεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Συνέντευξη του Πέτρου Μάρκαρη
Ο Πέτρος Μάρκαρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη την 1η Ιανουαρίου 1937, αλλά ζει στην Αθήνα από το 1964. Εµφανίστηκε το 1965 µε το θεατρικό έργο «Η ιστορία του Αλή Ρέτζο». Ασχολήθηκε µε τη συγγραφή θεατρικών έργων, κινηµατογραφικών σεναρίων και τηλεοπτικών σειρών, καθώς και µε µεταφράσεις λογοτεχνικών και θεατρικών έργων. Τα µυθιστορήµατά του κυκλοφορούν µεταφρασµένα µε µεγάλη επιτυχία στη Γερµανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Αγγλία, την Τουρκία, τις Ηνωµένες Πολιτείες και άλλες χώρες. Διετέλεσε επίσης πρόεδρος Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ).
• Γεννηθήκατε και µεγαλώσατε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά την αποχωριστήκατε για να εγκατασταθείτε στην Ελλάδα. Μετά από τόσα χρόνια, νοιώθετε ότι είστε άνθρωπος χωρίς πατρίδα, ή, τελικά, πατρίδα είναι ο τόπος που όπου µπορούµε να ζήσουµε, να ονειρευτούµε, να δηµιουργήσουµε…
Δεν χρειαζόµαστε απαραίτητα µια πατρίδα για να δηµιουργήσουµε. Πολλοί συγγραφείς ζουν και γράφουν σε διαφορετικές πόλεις και χώρες. Από εκεί και πέρα υπάρχουν διάφορες ρήσεις περί πατρίδας: από το ροµαντικό «home is where the heart is» των Αµερικανών, ως το κυνικό του Μπρεχτ: «Μπορώ να πεινάσω οπουδήποτε». Διαλέγετε και παίρνετε.
• Η πληγή του ξεριζωµού, κλείνει µε το πέρασµα των χρόνων, ή παραµένει διαρκώς ανοιχτή και πονάει, οπότε είναι µύθος και η λαϊκή ρήση που λέει ότι «ο χρόνος τα γιατρεύει όλα»;
Δεν ένιωσα ποτέ ξεριζωµένος, γιατί εγώ δεν αναγκάστηκα να φύγω, έφυγα οικειοθελώς πριν τις απελάσεις του 1964, επειδή ήθελα έναν διαφορετικό, πιο ανοιχτό τρόπο ζωής. Η Κωνσταντινούπολη, όµως, είναι η πόλη που γεννήθηκα και µεγάλωσα, εκεί όπου έχω τις παιδικές και νεανικές αναµνήσεις µου. Την επισκέπτοµαι συχνά, επειδή την αγαπώ πάντα, αλλά δεν νιώθω ξεριζωµένος.
• Μεγαλώσατε δίπλα σε Τούρκους, ζείτε µαζί µε Έλληνες. Έχουµε κοινά στοι- χεία, ως λαοί προσεγγίζουµε στην ίδια φιλοσοφία για τη ζωή, µοιραζόµαστε κοινούς παρονοµαστές σε ζητήµατα γειτονίας;
Ζήσαµε πολλούς αιώνες µαζί µε τους Τούρκους, για την ακρίβεια από το 1453 και µετά σχεδόν αδιαλείπτως. Είναι φυσικό να τους επηρεάσαµε και να µας επηρέασαν και να έχουµε πολλά κοινά στοιχεία, περισσότερα απ’ όσο συχνά φανταζόµαστε. Πολλά από τα προβλήµατα που µας ταλαιπωρούν πηγάζουν από τις οµοιότητες του χαρακτήρα µας.
• Ήσασταν έφηβος στα γεγονότα του ’55 και νεαρός κατά τις απελάσεις του ’64. Πώς βιώσατε αυτά τα γεγονότα;
Τα γεγονότα του ’55 και του ’64 µε σηµάδεψαν, όπως σηµάδεψαν όλους τους Κωνσταντινουπολίτες. Η κοινή µοίρα των ανθρώπων, µε τους οποίους µεγάλωσες, σε σηµαδεύει όπου κι αν βρίσκεσαι.
• Συνηθίζεται να λέγεται ότι οι ηγεσίες δεν συγχνωτίζονται µε τους πολίτες. Σε µεγάλο βαθµό, όµως, οι ηγεσίες επηρεάζουν και γαλουχούν –για παράδειγµα, µέσα από την εκπαίδευση- τους πολίτες. Εσείς, διαπιστώνετε τροµακτικές διαφορές στη θεώρηση σηµαντικών ζητηµάτων που µας χωρίζουν µε τη γείτονα χώρα και τους κατοίκους της;
Ασφαλώς και ένα µεγάλο µέρος από τα προβλήµατα που µας χωρίζουν είναι αποτέλεσµα πολιτικών επιλογών και δραστηριοτήτων. Το κακό και µε τις δυο χώρες είναι ότι δεν πιστεύουν αρκετά στον πολιτισµό τους.
Αν είχαµε προτάξει εγκαίρως την πολιτιστική µας κληρονοµιά, η οποία είναι εν µέρει κοινή, ως αντίδοτο στην πολιτική, θα είχαµε ίσως ανακαλύψει και πολλά άλλα που µας ενώνουν.
• Τα αισθήµατά σας απέναντι στην Τουρκία ως χώρα και απέναντι στους Τούρκους ως πολίτες, είναι διαφορετικά;
Είναι, αλλά όχι µόνο σ’ εµένα. Το ίδιο συµβαίνει και µε τους Τούρκους στην ίδια την πατρίδα τους. Αυτή η πραγµατικότητα δηµιουργείται πάντα σε χώρες, στις οποίες το χάσµα ανάµεσα στην πολιτική και στους πολίτες είναι πολύ µεγάλο. Εµείς στην Ελλάδα αυτό το ξεπεράσαµε µε τη Μεταπολίτευση. Οι Τούρκοι υποφέρουν ακόµα.
• Τι σας λείπει περισσότερο από την Πόλη;
Η οµορφιά της. Ο ερωτισµός της. Και οι αναµνήσεις µου που τις άφησα πίσω και τώρα τις ζωντανεύω µόνο ως επισκέπτης.
• Έχετε κρατήσει φιλίες µε Τούρκους από ’κείνα τα ταραγµένα χρόνια;
Έχω κρατήσει φιλίες από τα σχολικά µου χρόνια στην Πόλη. Οι φίλοι µου µε προσκαλούν ακόµα κάθε φορά που είναι να συναντηθούν.
• Φιλίες ή γνωριµίες που να δηµιουργήθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν;
Πάρα πολλές. Έχω πολλούς φίλους στην Πόλη. Και κάθε φορά που πηγαίνω µε ακολουθεί µια έκρηξη παραπόνων απ’ αυτούς που δεν πρόλαβα να συναντήσω, γιατί είναι αδύνατο στο σύντοµο διάστηµα που συνήθως µένω να τους συναντήσω όλους.
• Όταν η κουβέντα γυρίζει σε ιστορίες που πληγώνουν και χωρίζουν Έλληνες και Τούρκους, συζητάτε, διαφωνείτε, αποφεύγετε οποιαδήποτε αναφορά;
Συζητάω πάντα και διαφωνώ συχνά, κυρίως όταν διαπιστώνω πόσο ελλιπής είναι η γνώση µας για την Τουρκία και τους Τούρκους.
• Επισκέπτεστε τακτικά την Κωνσταντινούπολη;
Ναι, συνήθως δυο µε τρεις φορές το χρόνο. Όταν αργώ να την επισκεφτώ, η νοσταλγία µου µεγαλώνει και πολλές φορές γίνεται αφόρητη.
• Τι σας ωθεί κάθε φορά να την επισκέπτεστε;
Η αγάπη µου για τη γενέθλια πόλη, αλλά και η αγάπη µου για την ίδια την Πόλη. Η Πόλη συνδυάζει για µένα ακόµα και σήµερα και τη Βασιλεύουσα, και την πρωτεύουσα της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και τα ζωντανά ακόµα ίχνη ενός έντονου κοσµοπολιτισµού. Αυτή η συνάντηση των πολιτισµών µε συναρπάζει.
• Πώς αισθάνεστε σε αγαπηµένα µέρη; Νοσταλγία, οργή, µίσος ίσως, τρυφερότητα, ή, έχετε σκληρύνει και προσπαθείτε να καταπνίξετε τα συναισθήµατά σας;
Νοσταλγία και τρυφερότητα ναι. Οργή και µίσος όχι. Όσο για τα συναισθήµατά µου, δεν τα καταπνίγω ποτέ, προσπαθώ όµως να τα ελέγξω. Ανήκω στους ανθρώπους που δεν σβήνουν το παρελθόν τους, αλλά ούτε και εγκλωβίζονται σ’ αυτό.
• Πέρα από χώρους που συνδέονται µε τις µνήµες σας, ποιες περιοχές επισκέπτεστε και είναι οι αγαπηµένες σας;
Επισκέπτοµαι πάντα τις συνοικίες και τις περιοχές που έζησα και που αγάπησα. Σήµερα όµως η Πόλη έχει και ένα πλήθος συνοικιών που δηµιουργήθηκαν από την εσωτερική µετανάστευση. Μπορεί να µε ξενίζουν ο διαφορετικός τρόπος ζωής και η διαφορά αξιών των ανθρώπων που ζουν σ’ αυτές τις καινούριες συνοικίες, από την άλλη όµως σέβοµαι τον καθηµερινό αγώνα τους για την επιβίωση. Ξέρω ότι ο αγώνας αυτός είναι πολύ σκληρός και η επιτυχία του καθόλου δεδοµένη, ακριβώς όπως είναι και ο αγώνας των µεταναστών στην Ελλάδα.
.jpg)
• Τα εκατοµµύρια των εποίκων, που συνωστίζονται τα τελευταία χρόνια, λέγεται ότι άλλαξαν τη φυσιογνωµία της Πόλης. Όµως το ιστορικό της κέντρο, παραµένει το ίδιο και συγκινεί όλο και περισσότερους τουρίστες. Είναι µια άλλη πόλη σήµερα, η µεταµόρφωσή της έρχεται κυρίως από τους εποίκους, ή, εξακολουθεί να επηρεάζεται από τους επισκέπτες της και από την πολυµορφία των κατοίκων της;
’φησα µια Πόλη του ενάµισι εκατοµµυρίου και επισκέπτοµαι σήµερα µια Πόλη των δεκαπέντε εκατοµµυρίων. Είναι φυσικό να έχει αλλάξει, αλλά το ιστορικό της κοµµάτι δεν έχει υποστεί µεγάλες αλλαγές. Από την άλλη, οι αλλαγές δεν είναι µόνο αλλαγές της φτώχειας, αλλά και µιας θρασύτατης, άναρχης δόµησης των πλουσίων.
• Όσοι επισκέπτονται την Κωνσταντινούπολη, διαµορφώνουν λανθασµένη γνώµη για την Τουρκία;
Εξαρτάται αν είναι ταξιδιώτης ή τουρίστας, υπάρχει τεράστια διαφορά ανάµεσα τους. Ο ταξιδιώτης επιχειρεί ταυτόχρονα και ένα εσωτερικό ταξίδι που τον επηρεάζει και του προσφέρει µια άλλη µατιά. Ο τουρίστας επισκέπτεται και περιορίζεται στο να φωτογραφίζει, κυριολεκτικά και µεταφορικά.
• Είστε υπέρ της άποψης που λέει ότι, είναι µονόδροµος για την Τουρκία η Ευρώπη, αν θέλει να εκδηµοκρατισθεί και να συµπορευτεί µε τη Δύση;
Δεν πιστεύω ότι ο εκδηµοκρατισµός µπορεί να είναι αποτέλεσµα ενός εξωτερικού καταναγκασµού. Η Τουρκία θα εκδηµοκρατίζεται στο βαθµό που οι ίδιοι οι πολίτες της θα θέλουν να την αλλάξουν. Οδηγούµαστε τα τελευταία χρόνια παγκοσµίως σε µια λανθασµένη αντίληψη ότι η δηµοκρατία είναι εξαγώγιµο προϊόν. Αυτό είναι λάθος. Ο εκδηµοκρατισµός για να επιβληθεί και να κυριαρχήσει, πρέπει να είναι πρωτίστως αποτέλεσµα εσωτερικών διεργασιών και πιέσεων στην κάθε χώρα.
Πηγή: REPORTER (Περιοδική έκδοση της Εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ)
Δείτε και το άρθρο για την κατάβαση στο υπόγειο δίκτυο στοών της Αγίας Σοφίας
|