
Το Προκόπι (Ουργκιούπ) είναι οικισμός στην Κεντρική Μικρά Ασία, χτισμένος πάνω σε οροπέδιο και σε ύψος 1.200 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Βρίσκεται κοντά στον ποταμό Άλυ.Το κλίμα στην περιοχή είναι ξηρό, με βαρείς και ψυχρούς χειμώνες με συχνές χιονοπτώσεις, και θερμά καλοκαίρια. Σε μικρή απόσταση από τον οικισμό βρίσκονταν λατομεία γρανίτη και μαλακής πέτρας, η οποία χρησίμευε για το χτίσιμο των σπιτιών.
Το μεγαλύτερο μέρος του οικισμού είναι χτισμένο αμφιθεατρικά πάνω σε δύο μεγάλους βράχους. Στην κορυφή του ενός βράχου βρισκόταν παλιό φρούριο, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να καλείται το Προκόπι από τους κατοίκους της γύρω περιοχής και κάστρο και οι κάτοικοί του καστρινοί. Όπως συνέβαινε και σε πολλούς άλλους οικισμούς της Καππαδοκίας, τα παλαιότερα σπίτια ήταν υπόσκαφα, λαξευμένα στο μαλακό βράχο. Τα νεότερα ήταν συχνά υπέργεια, είχαν όμως χτιστεί και αυτά πάνω στο βράχο. Οι περισσότερες λαξευτές κατοικίες με την πάροδο του χρόνου εγκαταλείφθηκαν και αντικαταστάθηκαν από υπέργειες. Αρκετές από αυτές ήταν μάλιστα και αρκετά πολυτελείς, συγκριτικά τουλάχιστον με τις υπόλοιπες. Πρόκειται κυρίως για τις κατοικίες μεταναστών που επέστρεφαν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους.
Το Ουργκιούπ αποτελεί την τουρκική εκδοχή του ελληνικού ονόματος Προκόπι. Το τελευταίο με τη σειρά του εικάζεται ότι αναφέρεται στον Άγιο Προκόπιο, χωρίς όμως να διαθέτουμε στοιχεία για την ύπαρξη ομώνυμου ναού.
Στο Προκόπι κατοικούσαν μουσουλμάνοι, τουρκόφωνοι χριστιανοί ορθόδοξοι και λίγοι Αρμένιοι. Σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ξενοφάνης το 1905 οι μουσουλμάνοι του Ουργκιούπ έφταναν τους 10.000 και οι χριστιανοί τους 5.000 κατοίκους. Πάντως, οι χριστιανοί που ήλθαν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες αριθμούσαν 585 οικογένειες, οι οποίες περιελάμβαναν 2321 άτομα. Ο τόπος κατοικίας ήταν συνήθως διαχωρισμένος ανάλογα με την εθνοθρησκευτική ομάδα. Έτσι, έχουν καταγραφεί 5 χριστιανικές συνοικίες και 12 μουσουλμανικές.
Μετά την Ανταλλαγή το 1924 πρόσφυγες από το Ουργκιούπ εγκαταστάθηκαν στο πολεοδομικό συγκρότημα Αθηνών – Πειραιώς, στην Εύβοια (στην ειδικά απαλλοτριωμένη έκταση όπου ιδρύθηκε και το Νέο Προκόπι κοντά στο Μαντούδι, στη Χαλκίδα και στα Ψαχνά) και στη Θεσσαλονίκη.
Οι κάτοικοι καλλιεργούσαν αμπέλια, οπωροφόρα δέντρα, σησαμόσπορο, λιναρόσπορο και ρόκα, ράμνο (κεχρί), σιτάρι, κριθάρι, όσπρια, λαχανικά κηπευτικά και φρούτα. Μάλιστα, οι σταφίδες και τα ξερά βερίκοκα δεν προορίζονταν αποκλειστικά για τις ανάγκες της αυτοσυντήρησης, αλλά πωλούνταν και εκτός του Προκοπίου. Παρήγαγαν επίσης μεγάλες ποσότητες οπίου, καθώς και κόμι, αλλά και σπορέλαια, παστουρμά, λουκάνικα και ρακί.
Αρκετοί Προκοπιείς ασχολούνταν με το εμπόριο και άλλοι με τη βιοτεχνία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Ουργκιούπ υπήρχαν πολλά καταστήματα, 211 με μουσουλμάνους και 230 περίπου με χριστιανούς ιδιοκτήτες.
Αρκετά συχνό επάγγελμα ήταν αυτό του λιθοξόου, συνολική ονομασία που δηλώνει όσους ασχολούνταν με την εξόρυξη και το πελέκημα της πέτρας και του μαρμάρου, και το χτίσιμο κτιρίων. Αρκετοί ήταν και εκείνοι που ασχολούνταν με τη βυρσοδεψία, ενώ σημαντική ανάπτυξη γνώρισε κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. και η υφαντουργία. Με αυτή ασχολούνταν κυρίως γυναίκες, οι οποίες κατασκεύαζαν βαμβακερά υφαντά και χειροποίητα χαλιά.
Δεν ήταν επίσης λίγοι και εκείνοι που επέλεξαν να μεταναστεύσουν αρχικά στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια και σε άλλα ανερχόμενα αστικά κέντρα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως η Σμύρνη, η Σαμψούντα, τα Άδανα και η Μερσίνα, όπου ασχολήθηκαν με το εμπόριο. Στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας τους συναντάμε τουλάχιστον από το 18ο αι. να δραστηριοποιούνται ως καϊκτσήδες και ως παντοπώλες.
Το Προκόπι ήταν έδρα του ομώνυμου καϊμακαμλικίου, το οποίο ανήκε στο βιλαέτι του Ικονίου. Το καϊμακαμλίκι διοικούνταν από εννεαμελές συμβούλιο με επικεφαλής τον καϊμακάμη. Από τα υπόλοιπα μέλη του, τα τέσσερα ήταν μόνιμα και τα υπόλοιπα αιρετά, δύο μουσουλμάνοι και δύο χριστιανοί. Από τα δύο αιρετά μέλη που αναδείκνυε κάθε εθνοθρησκευτική ομάδα το ένα έπρεπε οπωσδήποτε να κατέχει θρησκευτικό αξίωμα. Πρόκειται για τον εκάστοτε μουφτή και αρχιερατικό επίτροπο αντίστοιχα. Τα υπόλοιπα δύο αιρετά μέλη του συμβουλίου κατείχαν κοσμικά αξιώματα.
Παράλληλα με το συμβούλιο του καϊμακμλικίου υπήρχαν και τα αμιγώς κοινοτικά όργανα, τα οποία φρόντιζαν για ζητήματα της κοινότητας των χριστιανών του Προκοπίου.
Η δημογεροντία, εννεαμελές αιρετό συμβούλιο με διετή θητεία, ήταν το ανώτερο από αυτά. Οι υποψήφιοι δημογέροντες έπρεπε να είναι ευυπόληπτα μέλη της τοπικής κοινωνίας, σχετικά μορφωμένοι, οπωσδήποτε τουρκομαθείς και φυσικά πλούσιοι. Κύρια αρμοδιότητά τους ήταν τα ζητήματα που αφορούσαν την ηθική υπόσταση των μελών της και εν γένει την ομαλή λειτουργία της κοινότητας. Έκριναν σύμφωνα με το άγραφο εθιμικό δίκαιο και συμβούλευαν τα εμπλεκόμενα μέρη, υποδεικνύοντας τις ενδεδειγμένες λύσεις. Επίσης επέλεγαν τους ιερείς και κατέγραφαν τους αρραβώνες και τα προικοσύμφωνα.
Η εφορεία, η οποία ήταν εξαμελής και επίσης αιρετή με διετή θητεία, είχε αναλάβει τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας, των δωρεών και των κληροδοτημάτων με στόχο της την εξυπηρέτηση των αναγκών της κοινότητας. Επίσης είχε υπό την εποπτεία της τα ζητήματα της εκπαίδευσης. Επέλεγε και μισθοδοτούσε τους δασκάλους, επέβλεπε την πρόοδο και τη διαγωγή των μαθητών και φρόντιζε γενικότερα για την ομαλή λειτουργία των σχολείων. Επίσης πρότεινε την εκτέλεση των διαφόρων έργων που πραγματοποιούνταν με δαπάνες της κοινότητας, όπως ανέγερση σχολικών κτιρίων, ναών, δρόμων κλπ. Εκτός αυτών, διεκπεραίωνε και υποθέσεις φιλανθρωπικού περιεχομένου, όπως π.χ. φροντίδα απόρων παιδιών, ηλικιωμένων και φτωχών. Τόσο η δημογεροντία όσο και η εφορεία εκλέγονταν από κοινή συνέλευση όλων των μελών της κοινότητας, ηλικίας 20 ετών και άνω, τα οποία δεν είχαν διαπράξει κάποιο σοβαρό αδίκημα, ούτε είχαν αφορισθεί από την εκκλησία εξαιτίας κάποιας σοβαρής παράβασης των θρησκευτικών κανόνων.
Κλείνοντας τα σχετικά με τη διοίκηση, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι καθένας από τους πέντε χριστιανικούς και 12 μουσουλμανικούς μαχαλάδες εξέλεγε τον μουχτάρη του, ο οποίος συνεπικουρούμενος από τους επτά συμβούλους του φρόντιζε για τις υποθέσεις του μαχαλά. Και η θητεία των μουχτάρηδων ήταν επίσης διετούς διάρκειας.
Εκκλησιαστικά το Ουργκιούπ υπαγόταν στη μητρόπολη Καισαρείας. Υπήρχαν 3 ναοί, οι οποίοι λειτουργούσαν τακτικά: Του Αγ. Γεωργίου, του Αγ. Βασιλείου και του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου. Στον τελευταίο φυλασσόταν και το σώμα του οσίου, η λατρεία του οποίου είχε εξαπλωθεί στη γύρω περιοχή, τόσο μεταξύ των χριστιανών, όσο και μεταξύ των μουσουλμάνων. Εκτός από τους προαναφερθέντες κύριους ναούς υπήρχαν και αρκετοί μικρότεροι, καθώς και παρεκκλήσια.
.jpg)
(Συνοπτική μετάφραση της παρακάτω επιγραφής, που βρίσκεται κάτω από την εικόνα του Αγίου:
Ο Άγιος Ιωάννης του Προκοπίου (1690-1730). Έζησε στη γειτονιά της πύλης. Δίκαιος και αγαπημένος από Μουσουλμάνους και Χριστιανούς. Το 1924 το λείψανό του μεταφέρθηκε στο "Νέο Προκόπι", δηλ. στην κεντρική Εύβοια.)
.jpg)
Όσοι ήταν σε θέση να αναλάβουν το σχετικό κόστος, προσπαθούσαν να ταξιδέψουν στους Αγ. Τόπους και να λάβουν τον τίτλο του χατζή. Συνήθως οι προσκυνητές από το Ουργκιούπ έφταναν στα Ιεροσόλυμα ομαδικά πριν από τα Χριστούγεννα και αναχωρούσαν μετά το Πάσχα. Οι χατζήδες ενίσχυαν τη συνοχή της τοπικής θρησκευτικής κοινότητας, λειτουργώντας ως παραδείγματα προς μίμηση για τους υπόλοιπους.

Στο Προκόπι λειτουργούσαν αλληλοδιδακτικό σχολείο αρρένων και παρθεναγωγείο και ο συνολικός αριθμός μαθητών και μαθητριών έφτανε τους 250. Το 1904 και τα δύο σχολεία είχαν αναβαθμιστεί. Λειτουργούσε πια επτατάξια αστική σχολή αρρένων με 230 μαθητές και εξατάξιο παρθεναγωγείο με 120 μαθήτριες, ενώ είχε ιδρυθεί και νηπιαγωγείο το οποίο επισκέπτονταν 250 νήπια. Εκτός από τα μαθήματα που προέβλεπε το πρόγραμμα του πατριαρχείου τα παιδιά διδάσκονταν Τουρκικά και Γαλλικά από την 4η δημοτικού, ενώ από το 1917 προστέθηκε και η τουρκική ιστορία. Επίσης είχαν προστεθεί η γυμναστική και η ωδική, η λογιστική στην τελευταία τάξη του σχολείου αρρένων και η χειροτεχνία σε όλες τις τάξεις του παρθεναγωγείου.11 Τα έξοδα που απαιτούνταν για τη λειτουργία των σχολείων προέρχονταν σε μεγάλο βαθμό από εισφορές των κατοίκων και των μεταναστών.
Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ήταν και για το Προκόπι η περίοδος της μεγάλης ακμής των συλλόγων. Η «Φιλόπτωχος Αδελφότης Προκοπίου η Ορθοδοξία» ιδρύθηκε το 1898 13 και λειτούργησε τουλάχιστον μέχρι το 1913. Ενισχύθηκε με κληροδοτήματα και δωρεές ντόπιων και μεταναστών Προκοπιέων και παρουσίασε πλούσιο φιλανθρωπικό και φιλεκπαιδευτικό έργο. Το 1918 οι Προκοπιείς της Κωνσταντινούπολης ίδρυσαν σύλλογο με την επωνυμία «Φιλόμουσος Αδελφότης Προκοπιέων η Αρετή». Κύριος σκοπός του ήταν η εξεύρεση χρημάτων για την ενίσχυση των σχολείων του Προκοπίου. Για την εκπλήρωση του σκοπού του ο σύλλογος συνεργαζόταν στενά με την Εφορία του Προκοπίου. Ιδρύθηκαν επίσης και αρκετές αδελφότητες, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε μεγάλο βαθμό με τις διάφορες συντεχνίες του Προκοπίου. Αυτές, εκτός των υπόλοιπων στόχων τους, εξυπηρετούσαν συχνά φιλεκπαιδευτικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς.
-Φωτογραφίες (Κάστρο, υπόσκαφα και ελληνικά σπίτια, η σύγχρονη πόλη από το κάστρο, φωτογραφικό μουσείο - με τον τρούλο - στην κορυφή του κάστρου με εικόνα Αγίου Ιωάννη του Ρώσου)
|