Γνωρίστε τον Άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη, τον μεγάλο ασκητή της Ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας, μέσα από την πληρέστερη σειρά βιβλίων.
Δείτε τα βιβλία, τις ακολουθίες, τους παρακλητικούς κανόνες και τους χαιρετισμούς που έχουν γραφτεί γι’ αυτόν. Μάθετε το βίο του, τις διδαχές και τις θαυμαστές διηγήσεις του.
Στην αγιοκατάταξη του Γέροντος Πορφυρίου προχώρησε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά την συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 2013.
O Άγιος Πορφύριος υπήρξε χωρίς αμφιβολία μια από τις πιο φωτισμένες άγιες μορφές της Εκκλησίας μας. Ο Ασκητικός βίος του, τα θεόπνευστα λόγια του και η πνευματική σοφία του στήριξαν πολλούς Χριστιανούς στην ορθόδοξη πίστη και πνευματική ζωή.
Ο Άγιος Πορφύριος γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1906 στο χωριό Άγιος Ιωάννης Καρυστίας. Φοίτησε στο σχολείο του χωριού για δύο χρόνια και στην ηλικία των οκτώ χρονών έπιασε δουλειά στο ανθρακωρυχείο της περιοχής του και στη συνέχεια σε παντοπωλείο στη Χαλκίδα και στον Πειραιά. Τον παιδικό του πόθο να γίνει καλόγερος, που του τον ενέπνευσε ο βίος του αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη, τον οποίο διάβαζε συλλαβιστά εκεί που έβοσκε τα πρόβατα, εκπλήρωσε στα 12 περίπου χρόνια του, όταν μετά από αλλεπάλληλες δοκιμασίες και ματαιώσεις, κατάφερε τελικά να φτάσει στο Άγιο Όρος. Η απόλυτη, αδιάκριτη και χαρούμενη υπακοή που έκανε στους δύο Γεροντάδες του, Παντελεήμονα και Ιωαννίκιο –που στην πράξη σήμαινε την πλήρη εξαφάνιση του προσωπικού θελήματος στη θέληση των Γερόντων του, η σκληρή και συνεχής άσκηση στα διάφορα αγωνίσματα του μοναχικού βίου, η μυστική και αγιαστική αγάπη του στον "Γλυκύτατο Ιησού" του, μαζί με την έμπρακτη και δίχως όρια εφαρμογή της σε όλους τους ανθρώπους α δ ι α κ ρ ί τ ω ς, μια και όπως τόνιζε εμφατικά σε όλη του τη ζωή όλοι οι άνθρωποι -και όχι μόνο οι βαπτισμένοι- είμαστε αδέρφια, σε συνδυασμό με το τρυφερό και αγαπητικό δόσιμό του σε όλη τη φύση, ζώα και φυτά, τον έκαναν -παιδί ακόμα- δοχείο δεκτικό της θείας χάριτος:
Ήταν ξημερώματα, όταν στο Κυριακό των Καυσοκαλυβίων ο Άγιος Πορφύριος, από πρόνοια του Θεού, χωρίς ο ίδιος να το επιδιώξει, έγινε αυτόπτης μάρτυς της ουράνιας συνάντησης του θείου με το ανθρώπινο, συμμετέχοντας και ο ίδιος στο αγιαστικό δρώμενο: ένας Ρώσος ασκητής και κρυφός άγιος, ο Γερο-Δημάς, στάθηκε στον προνάρθηκα και άρχισε να κάνει στρωτές μετάνοιες. Η θεία Χάρις ξεχείλισε τότε από τον όσιο Γερο-Δημά και έλουσε τον Άγιο Πορφύριο, ο οποίος παρακολουθούσε σιωπηλά στο ημίφως , σε μια γωνιά του προνάρθηκα. Ήταν η στιγμή που ο Άγιος δεχόμενος "την καλήν αλλοίωση, την εκ της δεξιάς του Υψίστου", απέκτησε υπερφυσικά χαρίσματα, με πρώτο αυτό της διόρασης. Η επίσκεψη της θείας χάριτος, αλλοίωσε ριζικά τις ψυχοσωματικές ιδιότητες του νεαρού μοναχού Νικήτα, που άρχισε να καταλαβαίνει τη "γλώσσα" των πουλιών και των ζώων, να "βλέπει" στα βάθη της γης και να "δοκιμάζει" τα νερά των υπόγειων πηγών, να διακρίνει τα θαμμένα αρχαία, ακόμη και τις σκηνές που είχαν διαδραματισθεί αιώνες πριν. Να νιώθει και να βλέπει πνεύματα αγαθά και πονηρά, όπως και την ίδια την ψυχή. Και φυσικά, μαζί με αυτά απέκτησε και το προορατικό όπως και το ιαματικό χάρισμα, με τα οποία νουθέτησε, παρηγόρησε, θεράπευσε, και τελικά οδήγησε στην αυτογνωσία και τη σωτηρία αμέτρητες ψυχές, από όλα τα μήκη και πλάτη της γης, που συνέρρεαν αργότερα στο κελί του, για να γευθούν, ανάλογα με την προδιάθεση και τις δυνατότητές του ο καθένας, κάτι από την απεραντοσύνη του ουρανού, σταλαγματιές της ευωδιάς του Παραδείσου.
Η "θητεία" του στο Άγιον Όρος διακόπηκε εξαιτίας μιας βαριάς πλευρίτιδας, που ανάγκασε τους Γεροντάδες του να τον στείλουν χωρίς τη θέλησή του εκτός του Αγίου Όρους. Ο όσιος Γέροντας εγκαταστάθηκε τότε στη Μονή Λευκών του Αγίου Χαραλάμπους στην Εύβοια, όπου τον Ιούλιο του 1927 χειροτονήθηκε διάκονος και κατόπιν πρεσβύτερος από τον Αρχιεπίσκοπο Σιναίου Πορφύριο τον Γ΄, αμέσως μόλις ο τελευταίος αντιλήφθηκε έκπληκτος την πληθώρα και τη διάσταση των χαρισμάτων του Αγίου. Στη συνέχεια, και σε πολύ νεαρή ηλικία, ο έγινε πνευματικός, εξομολογώντας νυχθημερόν και χωρίς διαλείμματα τις αμέτρητες ψυχές που τον εμπιστεύθηκαν για την καθοδήγησή τους. Κι ήταν αυτό ακριβώς το σημείο στο οποίο εστιάζοντας ο Άγιος έκανε χρήση των χαρισμάτων του: για να προσελκύσει τους ανθρώπους στον Αγαπημένο του και ποτέ για δικό του όφελος. Απόδειξη το γεγονός ότι ο Άγιος Πορφύριος, αν και έπασχε ο ίδιος από πολλές και επώδυνες αρρώστιες, δεν ζήτησε ποτέ από τον Θεό την ίαση για τον εαυτό του, όπως με επιτυχία έκανε όλα αυτά τα χρόνια για αναρίθμητους ανθρώπους. Αντιθέτως, ευχόταν και παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να αποκτήσει... καρκίνο, για να υποφέρει λίγο κι εκείνος, μιμούμενος τη θυσία της Εσταυρωμένης Αγάπης.
Στη συνέχεια υπηρέτησε ως εφημέριος στην Πολυκλινική Αθηνών, στο κέντρο της Ομόνοιας, ησυχάζοντας ταυτοχρόνως από το 1955 στον Άγιο Νικόλαο Καλλισίων της Πεντέλης. Η αγαπώσα καρδιά του τον ωθούσε πάντοτε να βιώνει μαζί με τον πάσχοντα άνθρωπο τις ώρες του πόνου του, να του συμπαραστέκεται τις στιγμές εκείνες που ο χρόνος καθηλώνεται από τις επώδυνες δοκιμασίες της αρρώστιας και η ψυχή του γεύεται με οδυνηρό τρόπο το σταδιακό πέρασμα από το τώρα στο επέκεινα, αναζητώντας εναγωνίως το υπαρξιακό της νόημα ανάμεσα στο πρόσκαιρο και επώδυνο του βίου και την αιωνιότητα.
Το 1979 εγκαταστάθηκε στο Μήλεσι του Ωρωπού, όπου σιγά-σιγά έκτισε το Ησυχαστήριό του, που έμελλε να γίνει το σημείο αναφοράς και συνάντησης ανθρώπων από όλο τον κόσμο και κάθε μορφωτικού, κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου, οι οποίοι συνέρρεαν εκεί για να βοηθηθούν και να αγκαλιάσουν με το βλέμμα τους τη μορφή ενός τέτοιου ανθρώπου, που κατά τον προηγούμενο της Μ. Ιβήρων π. Βασίλειο Γοντικάκη αποτελεί φαινόμενο αγιότητας όχι μόνο των τελευταίων, αλλά όλων των αιώνων της ιστορικής πορείας της Εκκλησίας. Η συγκέντρωση τόσων χαρισμάτων - και τέτοιας έντασης μάλιστα - σε ένα πρόσωπο είναι εξαιρετικά σπάνια.
Ο Άγιος Πορφύριος κοιμήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1991, στο κελί του στα Καυσοκαλύβια, αφήνοντας για ό,τι θα ακολουθούσε συγκεκριμένες εντολές και οδηγίες: η εξόδιος ακολουθία έγινε "κεκλεισμένων των θυρών", διότι δεν ήθελε να αναστατωθούν τα πνευματικά του παιδιά, εγκαταλείποντας τις δουλειές τους, προκειμένου να μεταβούν εσπευσμένως στο Όρος. Τα ακραία σημεία της αφανούς ταπείνωσης και της απαστράπτουσας αγιότητάς του αντικατοπτρίζονται όμως και στον τρόπο με τον οποίο ο όσιος Γέροντας ζήτησε να "διαχειριστούν" τα ιερά του λείψανα: το ιερό σκήνωμα αμέσως μετά την αποκομιδή του "χάθηκε" κάπου στην έρημο των Καυσοκαλυβίων, για να μην του αποδοθούν τιμές.
Όπως και τότε έτσι και τώρα, αλλά και στο βάθος των αιώνων ο Άγιος Πορφύριος θα ψιθυρίζει στ' αφτιά μας, κεντρίζοντας την ανθρωπαρέσκεια και τη ματαιοδοξία μας, τους στίχους από το αγαπημένο του ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα:
Να 'ταν τα πεύκα της πλαγιάς, να μού 'διναν
απ' τα κλαδιά τους τ' άμετρα μια στοίβα,
να' φτιαχνα σε μιαν άκρη δίπλα τους
τη φτωχική μου κι έρημη καλύβα.
Να 'ταν το καλοκαίρι να μου δίνανε
τα φύλλα να πλαγιάσω τα ξερά τους,
μαζί τους να το λέω το τραγούδι τους,
μαζί τους τ' αυγινό το σφύριγμά τους.
Κι ύστερα τίποτ' άλλο. Κι όταν θα 'σβηνε
έτσι η ζωή μου από χαρά γεμάτη,
λίγα κλαδιά τους πάλι να μου δίνανε,
να γίνουν το στερνό μου το κρεβάτι.